5.5.23

Σκιάθος: Σπίτι Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη


Η αγάπη και το πάθος του Παπαδιαμάντη για τα γράμματα, συνόδευσαν τον μοναχικό δρόμο του 60χρονου βίου του. Έμοιαζε να ίπταται πάνω από τις δυσκολίες-με κυρίαρχη την οικονομική ανέχεια-καταφέρνοντας να γράψει 180 διηγήματα, 3 μυθιστορήματα, 3 νουβέλες, 40 μελέτες, καθώς επίσης και πλήθος άρθρων σε εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά. Ο εμβληματικός Κωνσταντίνος Καβάφης, ίσως ο πλέον μεταφρασμένος παγκοσμίως Έλληνας ποιητής, τον χαρακτήρισε ως «κορυφή των κορυφών», ενώ ο βραβευμένος με Νόμπελ, Γιώργος Σεφέρης έγραψε: «Ο Μακρυγιάννης είναι ο πιο σημαντικός πεζογράφος της Ελληνικής λογοτεχνίας, αν όχι ο πιο μεγάλος, γιατί έχομε τον Παπαδιαμάντη».

Γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου του 1851 στη Σκιάθο κι αφού πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Αθήνα, επέστρεψε πάλι στο πανέμορφο νησί των Σποράδων για να γράψει τα τελευταία του διηγήματα και να αφήσει εκεί τη στερνή του πνοή στις 3 Ιανουαρίου του 1911. Αν και οι περισσότεροι αναγνωρίζουν στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη τη συγγραφική του δεινότητα με την ιδιάζουσα καθαρεύουσα γλώσσα, που όμως γίνεται εύκολα αντιληπτή, λίγοι γνωρίζουν το σπουδαίο μεταφραστικό του έργο. Αυτοδίδακτος της αγγλικής και γαλλικής γλώσσας, έφτασε τη γνώση του σε τέτοιο επίπεδο ώστε να γίνει από τους πλέον περιζήτητους μεταφραστές της εποχής του. Μελέτησε σε βάθος τα ιταλικά για να μπορεί να διαβάσει τον Δάντη στο πρωτότυπο, ενώ η μετάφραση του στον Ντοστογιέφσκι (Έγκλημα και Τιμωρία) θεωρείται κορυφαία.

Ο Παπαδιαμάντης ανήκει στη μακρά λίστα των κορυφαίων δημιουργών του κόσμου (συγγραφέων, ζωγράφων, ποιητών) που δεν βρήκαν την αρμόζουσα απήχηση, εν ζωή. Δεν γνώρισε τη χαρά να δει ούτε ένα βιβλίο του εκτυπωμένο. Λίγο μετά τον θάνατο του ο εκδοτικός οίκος «Φέξη», άρχισε την έκδοση των έργων του, που έφτασαν τους έντεκα τόμους και το 1924, ο «Ελευθερουδάκης» εξέδωσε τα Άπαντά του με αρκετά ανέκδοτα διηγήματα. Ένας ιδιαίτερος φόρος τιμής προς τον «Άγιο των ελληνικών γραμμάτων», υπήρξε η έλευση τετρακοσίων Γάλλων διανοούμενων στη Σκιάθο το έτος 1933, όπου με την παρουσία και εκατόν πενήντα Ελλήνων-μεταξύ των οποίων αρκετοί ήταν λογοτέχνες-πραγματοποιήθηκε μια σειρά ομιλιών μπροστά από την προτομή του. Κάπως έτσι τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη άρχισαν να εκδίδονται στα γαλλικά, αποτελώντας την αφετηρία για την οικουμενική διάσταση στο καταξιωμένο έργο του.

Η Σκιάθος, διαποτίζει σχεδόν όλο το συγγραφικό έργο του Παπαδιαμάντη, έτσι που δικαίως στο πέρασμα του χρόνου, το νησί και ο άνθρωπος να έχουν γίνει ένα. Η Σκιάθος του Παπαδιαμάντη. Ο συγγραφέας υμνεί με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο κάθε λιμανάκι, ρεματιά, κορυφή, του μαγικού τόπου που λέγεται Σκιάθος, τρέφοντας ιδιαίτερη αγάπη για τη φύση. Οι περιγραφές αυτές αν και δεν συνοδεύουν πάντα μία φωτεινή πλοκή, λειτουργούν ως γλυκό αντίβαρο απέναντι στους καημούς και τα βάσανα των απλών ανθρώπων της φτωχολογιάς. Τους ξέρει καλά τους ήρωες του ο Παπαδιαμάντης. Διεισδύει στον ψυχικό τους κόσμο βαθιά. Οι ψαράδες, οι αγρότες, οι μετανάστες, οι ιερωμένοι, οι όμορφες νέες γυναίκες, οι μάγισσες, οι χήρες, οι διάφοροι αγύρτες, οι σχέσεις, τα συναισθήματα, οι ηθικοί κανόνες και κώδικες της εποχής, περιγράφονται με μαεστρία. Ας βουτήξουμε για λίγο στο διήγημα «Ονείρου στο Κύμα», που δημοσιεύτηκε το 1900 στα Παναθήναια: «Μίαν ἑσπέραν, καθώς εἶχα κατεβάσει τά γίδια μου κάτω εἰς τόν αἰγιαλόν, ἀνάμεσα εἰς τούς βράχους, ὅπου ἐσχημάτιζε χιλίους γλαφυρούς κολπίσκους καί ἀγκαλίτσες τό κῦμα, ὅπου ἀλλοῦ ἐκυρτώνοντο οἱ βράχοι εἰς προβλῆτας καί ἀλλοῦ ἐκοιλαίνοντο εἰς σπήλαια· καί ἀνάμεσα εἰς τούς τόσους ἑλιγμούς καί δαιδάλους τοῦ νεροῦ, τό ὁποῖον εἰσεχώρει μορμυρίζον, χορεῦον μέ ἀτάκτους φλοίσβους καί ἀφρούς, ὅμοιον μέ τό βρέφος τό ψελλίζον, πού ἀναπηδᾷ εἰς τό λῖκνόν του καί λαχταρεῖ νά σηκωθῇ καί νά χορεύσῃ εἰς τήν χεῖρα τῆς μητρός πού τό ἔψαυσε-καθώς εἶχα κατεβάσει, λέγω, τά γίδια μου διά ν’ «ἁρμυρίσουν» εἰς τήν θάλασσαν, ὅπως συχνά ἐσυνήθιζα, εἶδα τήν ἀκρογιαλιάν πού ἦτον μεγάλη χαρά καί μαγεία, καί τήν «ἐλιμπίστηκα», κ’ ἐλαχτάρησα νά πέσω νά κολυμβήσω. Ἦτον τόν Αὔγουστον μῆνα».

Το σπίτι-μουσείο του Παπαδιαμάντη: Πριν το ταξίδι σας για τη Σκιάθο, διαβάστε τον εμβληματικό συγγραφέα της. Εισχωρήστε στον υπέροχο κόσμο του, τόσο που η έλευση σας στο λιμάνι, να μοιάζει με μύηση. Εμπλουτίστε τις γνώσεις σας γύρω από τη ζωή και το έργο του, με μία επίσκεψη στο σπίτι-μουσείο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Απέχει ελάχιστα από το λιμάνι της Χώρας και βρίσκεται δίπλα στην πλατεία και την κεντρική οδό, Παπαδιαμάντη. Πρόκειται για ένα όμορφο διώροφο κτίσμα αγροτικού τύπου του 1860, με λιτό διάκοσμο, τυπικό δείγμα σκιαθίτικου σπιτιού της εποχής εκείνης και ένα από τα ελάχιστα που έχουν διασωθεί ως τις μέρες μας. Εκεί θα σας υποδεχθεί η κα Σταυρούλα Μίγκα για να σας ξεναγήσει με αγάπη: «Το σπίτι αυτό χτίστηκε από τον παπα-Διαμαντή Εμμανουήλ Μοσχοβάκη κι εδώ έζησε μαζί με τη γυναίκα του Γκιουλώ (Αγγελικώ) Μωραίτη και τα πέντε παιδιά τους, τρία κορίτσια και δύο αγόρια.

Η βαθιά πίστη προς τον Θεό χαρακτηρίζει τον βίο της οικογένειας και ως εκ τούτου η θρησκευτικότητα αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη σε όλη του τη ζωή, καθώς ο ίδιος ζούσε ασκητικά, αποφεύγοντας τις κοσμικότητες, προσφέροντας πάντα στους φτωχούς και τους αδικημένους, ψέλνοντας πολύ συχνά στις εκκλησιές. Οι σχετικές αναφορές μοιάζουν αναρίθμητες στο συγγραφικό του έργο, ενώ τα Χριστουγεννιάτικα και τα Πασχαλινά διηγήματα αποτελούν φόρο τιμής στην ορθοδοξία, απεικονίζοντας γλαφυρά την ατμόσφαιρα του προπερασμένου αιώνα. Του άρεσε να ζει στον κλειστό εσωτερικό του κόσμο αποζητώντας την πνευματική ανακούφιση στις αναμνήσεις του, στα ποιήματά του και στον ποιητικότατο πεζό του λόγο, στα διάφορα διηγήματά του, που τα περισσότερα ξαναζωντανεύουν τους παλιούς θρύλους του νησιού του».

Οι τριγμοί από τις πατημασιές μας στο ξύλινο πάτωμα, φέρουν τα βήματα του συγγραφέα, ενώ οι σκέψεις και οι εικόνες, περιστρέφονται γύρω του. Οι αξίες που του μετέδωσαν οι γονείς του, η ταπεινότητά τους, η συναναστροφή με τους απλούς ανθρώπους και σε αντιδιαστολή, η υποκρισία των απανταχού τιμητών της ηθικής. Την κατανυκτική ησυχία του σπιτιού συνοδεύει η περίφημη ρήση του από τους «Χαλασοχώρηδες»: «Η ηθική δεν είναι επάγγελμα και όστις ως επάγγελμα θέλει να την μετέλθει, πλανάται οικτρώς και γίνεται γελοίος». Η ξεναγός μας, συνεχίζει: «Στον όροφο βρίσκονται τρία δωμάτια και έξω στο χαγιάτι διακρίνουμε το καλοκαιρινό κουζινάκι. Στα δεξιά βρίσκεται η κρεβατοκάμαρα που κοιμόταν ο συγγραφέας όταν ερχόταν στο νησί από την Αθήνα.

Στη μέση, βλέπουμε το σαλόνι που είναι το μεγαλύτερο δωμάτιο, και διακρίνουμε σκιαθίτικα υφαντά, φωτογραφίες των γονιών, το γραφείο του συγγραφέα, το μελανοδοχείο, την πένα του καθώς και φωτοτυπίες χειρογράφων του. Το τρίτο δωμάτιο ήταν το καθιστικό, όπου διακρίνουμε τα μπαούλα με τα ρούχα, τον σοφρά (χαμηλό τραπέζι φαγητού) και το τζάκι που είχε δεξιά κι αριστερά του τα χαρακτηριστικά μιντέρια (καναπέδες-κρεβάτια). Σε αυτό εδώ, άφησε την τελευταία του πνοή ο Παπαδιαμάντης, στις 2 προς 3 Ιανουαρίου του 1911, αφού ήταν κλινήρης επί 35 μέρες πάσχοντας από γρίπη και πνευμονία». Το ισόγειο στο σπίτι-μουσείο του Παπαδιαμάντη, δεν είναι πια αποθήκη, αλλά ένας εκθεσιακός χώρος-βιβλιοθήκη που ξεχωρίζουν οι προθήκες με τις συλλεκτικές παλιές εκδόσεις και τα μεταφρασμένα έργα του.

Όπως μας είπε η ξεναγός κα Σταυρούλα Μίγκα: «Βιβλία του Παπαδιαμάντη έχουν μεταφραστεί σε 23 γλώσσες. Το εμβληματικό του έργο «Η φόνισσα» είναι το πλέον μεταφρασμένο, ενώ σχετικά πρόσφατα η «Σταχομαζώχτρα» μεταφράστηκε στα Ιαπωνικά». Βγαίνοντας στο αυλιδάκι με τη λεμονιά καθόμαστε δίπλα στο τραπεζάκι με τον σγουρό βασιλικό συζητώντας με τον συνοδοιπόρο και φωτογράφο Γιώργο Δέτση, τις εντυπώσεις μας από την επίσκεψη. «Πριν φύγετε από το νησί, να περάσετε από την Παναγία τη Λημνιά, στο πάνω καλντερίμι στη Χώρα» μας λέει η ακάματη ξεναγός, αιτιολογώντας: «Εκεί φυλάσσεται η κάρα του Παπαδιαμάντη. Πάνω στο κασελάκι είναι γραμμένοι οι στίχοι του Μαλακάση: «Ο κάθε στοχασμός σου | Ασμάτων άσμα. | Στον κόσμο τον δικό σου | Κόσμος το κάθε πλάσμα»

Ο Παπαδιαμάντης και η σχέση του με το Κάστρο: Ο Παπαδιαμάντης συνδέεται με πλήθος τοποθεσιών της Σκιάθου. Από το Μπούρτζι, τη μικρή πευκόφυτη χερσόνησο του λιμανιού που δεσπόζει το μνημείο του, έως τη σπηλιά της Φόνισσας, εκεί που φαντάστηκε την τραγική του ηρωίδα, Φραγκογιαννού. Εκατοντάδες επισκέπτες φθάνουν ως εκεί κάθε μέρα μέσω οργανωμένων θαλάσσιων περιηγήσεων εισχωρώντας με τα πλεούμενα στη θαλασσοσπηλιά και παράλληλα θαυμάζουν την πανέμορφη ακτογραμμή του νησιού. Το μέρος όμως που έχει σημαδέψει όσο κανένα άλλο, τόσο τη ζωή όσο και το συγγραφικό του έργο, είναι το Κάστρο.

Η παλιά μεσαιωνική πρωτεύουσα στο βορειότερο τμήμα του νησιού, είναι χτισμένη σε μία βραχώδη και άγρια χερσόνησο, αποτελώντας ουσιαστικά ένα φυσικό φρούριο. Με την προσθήκη των απαραίτητων οχυρωματικών έργων, οι κάτοικοι ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν τους πειρατές και τους όποιους επίδοξους κατακτητές «του παλαιού εκείνου φρουρίου, της αληθούς φωλέας γλάρου» όπως το περιγράφει ο συγγραφέας. Καθώς αφήνουμε πίσω μας τη Χώρα και πλησιάζουμε προς το Κάστρο, διαισθανόμαστε ότι αφήνουμε πίσω μας μία εποχή. Οδηγώντας στον δύσβατο χωματόδρομο με την μακρόστενη αψίδα δέντρων, που δεν αφήνει τις ακτίνες φωτός να διεισδύσουν, κατεβαίνουμε για μια πιο ουσιαστική συνάντηση με τον τόπο. Περπατώντας, φθάνουμε στον κατάφυτο και ιδιαίτερα φροντισμένο προαύλιο χώρο στο ξωκκλήσι της Παναγίας Καρδάσης, με τα χαρακτηριστικά χτιστά παγκάκια.

Ησυχία, τζιτζίκια και δροσιά. Εύκολα παρασύρεσαι για μία μικρή ανάπαυλα. Η απογευματινή όμως ώρα που επιλέξαμε για να δούμε το Κάστρο, καθώς ο ήλιος είναι αδυσώπητος στο βραχώδες τοπίο από τις 13:00 έως τις 18:00, δεν αφήνει περιθώρια. Μετά από λίγο ξανοίγεται μπροστά μας το Κάστρο, σαν ένα όμορφο μυστήριο από το παρελθόν που ανταμείβει με μιας τους οδοιπόρους. Περπατώντας στο στενό μονοπάτι, που θέλει προσοχή σε κάποια σημεία, καθώς οι κάθετοι βράχοι ακουμπούν στη θάλασσα μετά από 70 με 80 μέτρα, φθάνουμε στην είσοδο του Κάστρου. Όπως αναφέρεται και στη σχετική πινακίδα, ο βράχος του Κάστρου ήταν απροσπέλαστος από τη θάλασσα και η είσοδος στον οικισμό ήταν δυνατή μόνο με την κινητή ξύλινη γέφυρα, την οποία τραβούσαν κάθε βράδυ οι φύλακες, αλλά και σε έκτακτες περιπτώσεις, αποκλείοντας την είσοδο στους επίδοξους εισβολείς.

Κάτω από τη γέφυρα είχαν λαξεύσει οι κάτοικοι, βαθιά τάφρο. Αν παρόλα’ αυτά κατάφερναν κάποιοι να φθάσουν ως την πύλη τους υποδέχονταν με τη ζεματίστρα ρίχνοντας καυτό λάδι, ενώ σε απόσταση δέκα μέτρων μέσα από την πύλη ήταν τοποθετημένο το κανόνι. Ο μοναδικός οικισμός που παραπέμπει στη Σκιάθο του 19ου αιώνα και πίσω, είναι ουσιαστικά ένα υπαίθριο μουσείο με κυριότερους μάρτυρες τις τριάντα εκκλησιές, «τα τριάκοντα παρεκκλήσια, λείψανα ευσεβούς παρελθούσης εποχής, τα οποία υπήρχον εκεί ότε ήμην παιδίον». Η εκκλησία της Παναγιάς της Πρέκλας (16ος με 17ος αιώνας) η ονομασία της οποίας προέρχεται από το λατινικό preclarus (υπερένδοξος) ή η Παναγία η Μεγαλομάτα (17ος αιώνας) η περίφημη εικόνα της οποίας φυλάσσεται στον Ιερό Ναό των Τριών Ιεραρχών, αποτελούν μερικές μόνο από τις εκκλησίες που αναφέρονται στα διηγήματα του κυρ-Αλέξανδρου. Ο αριθμός είναι αρκετά μεγάλος σε σχέση με την έκταση του Κάστρου και φανερώνει τη βαθιά πίστη των κατοίκων του προς τον Θεό.

Αρκεί μόνο να αναλογιστούμε τον κόπο που χρειάζονταν για ν’ ανεγερθούν με πενιχρά μέσα, τα πετρόχτιστα σύμβολα της χριστιανοσύνης, στον πλέον άγριο τόπο. Ο Παπαδιαμάντης τιμά το Κάστρο και τις εκκλησιές του στα διηγήματα: «Στο Χριστό στο Κάστρο», «Τα κρούσματα», «Τα μαύρα κούτσουρα», «Ο Αβασκαμός του Αγά» , «Ο γάμος του Καραχμέτη», «Ο ρεμβασμός του Δεκαπενταύγουστου», «Το Χατζόπουλο», «Ο Φτωχός Άγιος», «Επιμθεις εις τον βράχον ο Χαραμάδος». Οι γονείς του Παπαδιαμάντη κατάγονταν από το Κάστρο, γεγονός που διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο ως προς την αγάπη που έτρεφε για «τον αμαυρόν τιτάνειον αυτόν βράχον». Ο ίδιος γεννήθηκε το 1851, στη σημερινή πόλη της Σκιάθου, «την μεσημβρινήν» όπως την ονόμαζε και δεν πρόλαβε να ζήσει το Κάστρο, καθώς οι κάτοικοί του άρχισαν να το αφήνουν μετά το 1830, μετακομίζοντας ξανά προς τη Χώρα, την οποία είχαν εγκαταλείψει τον 14ο αιώνα εξαιτίας των πειρατικών επιδρομών, δημιουργώντας σταδιακά τη νέα πρωτεύουσα του νησιού.

Το ασφαλές λιμάνι αποκτά αξιόλογη εμπορική κίνηση και παράλληλα αναπτύσσεται η ναυπηγική τέχνη, ενώ μέσα σε λίγα χρόνια το ναυπηγείο της Σκιάθου καθιερώνεται ως ένα από τα καλύτερα των ναυτικών νήσων. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο π. Κωνσταντίνος Ν. Καλλιανός στο πόνημα του «Το ρίγος της μνήμης. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και το Κάστρο της Σκιάθου»: «Ο Παπαδιαμάντης γεννιέται και μεγαλώνει σε μιαν εποχή, όπου μία πολίχνη ιστορική και γεμάτη μνήμες σβήνει, για να δημιουργηθεί μιαν άλλη, με νέα ήθη, συμπεριφορές και ανθρώπους πιο σκοτεινούς από εκείνους του Κάστρου. Και μιλώ εδώ για τους τοκογλύφους και τους νεόπλουτους που ήλθαν στο νησί και ανάτρεψαν τα πράγματα».

Δύο κόσμοι εντελώς διαφορετικοί, ο ένας σκαρφαλωμένος πάνω στον βράχο απόκοσμος και κατανυκτικός και ο άλλος λιμανίσιος κι έτοιμος να πλεύσει προς τη νέα εποχή. Περπατώντας ανάμεσα στα σπαράγματα του παλαιού εκείνου κόσμου, με τις περισσότερες εκκλησιές να είναι γκρεμισμένες και μόνο τις πινακίδες να θυμίζουν την ονομασία και τη χρονολογία τους, στέκει στο κέντρο ορθή κι ανέγγιχτη θαρρείς από τον χρόνο η εκκλησία της Γεννήσεως του Χριστού, με τον καλαίσθητο αύλειο χώρο και τη δροσερή κρήνη. Ίσως να διασώθηκε καθώς ο μακαριστός πατέρας Άγγελος, ηγούμενος για χρόνια στην Ιερά Μονή της Ευαγγελίστριας της Σκιάθου, πήρε την πρωτοβουλία της αναστήλωσης, παρακάμπτοντας τις χρονοβόρες και καταστροφικές σε πολλές περιπτώσεις διαδικασίες των αρμόδιων φορέων.

Ανοίγω τη μικρή ξύλινη πόρτα κι ανάβω ένα κεράκι στη μνήμη του καθώς οι δεσμίδες φωτός που διαχέονται από τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου φωτίζουν τις περίφημες τοιχογραφίες των αγίων, διακοσμώντας ολόγυρα κάθε σπιθαμή. Στο περίφημο Χριστουγεννιάτικο διήγημα του, «Στο Χριστό στο Κάστρο» που γράφτηκε το 1892, ο Παπαδιαμάντης μιλάει για άλλη μια φορά τη γλώσσα της αλήθειας: «Μέχρι προ ολίγων ετών, εσώζοντο ακόμη οικίαι τινες με τας στέγας και τα πατώματα των εντός του Φρουρίου, αλλά τελευταίον η ολιγωρία των δημοτικών αρχών, ο όκνος των ανθρώπων εις το να επισκέπτονται το Κάστρον συχνότερα και η ασυνειδησία ολίγων τινών συλλαγωγών, πλεονεκτών ή οικοδόμων, είχε καταστήσει ερειπίων σωρόν το Κάστρον». Η εικόνα του σημερινού Κάστρου, θα μπορούσε να είναι σαφώς καλύτερη. Ειδικά οι σιδεριές στην είσοδο.

Ο Παπαδιαμάντης ωστόσο, φρόντισε να ταξιδέψει στην αιωνιότητα ο τόπος που αγάπησε, καθώς εμφανίζεται ξανά και ξανά στα γραπτά του, σεβόμενος τις ρίζες του και τους απλούς ανθρώπους: «Όλον το παλαιόν χωρίον ήτο ερείπιον, απλωμένον επί των νώτων του γίγαντος, του με τους πόδας θαλασσομένους βράχου. Αλλ΄όμως η θειά το Μαχώ το Φαλκάκι, ηγάπα το παλαιόν χωρίον της, το μέρος όπου είχε γεννηθή κι αυτή έναν καιρόν, περί τους χρόνους του αγώνος, και όπου διήλθε τα προσφιλή εις πάσαν μνήμη έτη της παιδικής ηλικίας. Δια τούτο εφρόντισε με κάθε τρόπο να διατηρήση το παλαιόν σπιτάκι, την φωλέαν των γονέων της, την κοιτίδα αυτής της ιδίας. ‘Ητο μία επάνοδος εις το παρελθόν, μία οπή δια της οποίας, έβλεπε τις τα περασμένα, ως εις πανόραμα».

Η ιστορία πίσω από τη φωτογραφία του Παπαδιαμάντη: Στέκομαι με δέος μπροστά στην μορφή του Αγίου των ελληνικών γραμμάτων. Ο καλαίσθητος πίνακας που κοσμεί το σπίτι-μουσείο στο σαλόνι, είναι δωρεά του Σέρβου ζωγράφου Ντράγκαν Ζβέτκοβιτς και αναπαριστά τον Παπαδιαμάντη, έτσι ακριβώς όπως τον απαθανάτισε το 1906 ο συγγραφέας και φίλος του Παύλος Νιρβάνας στην Αθήνα και συγκεκριμένα στο αναψυκτήριο της Δεξαμενής, στο Κολωνάκι. Σεμνός και ταπεινός ο Σκιαθίτης συγγραφέας απέτρεπε οποιονδήποτε ήθελε να τον φωτογραφήσει λέγοντας «Ου ποιήσεις σε αυτώ είδωλον ουδέ παντός ομοίωμα».

Ο Παύλος Νιρβάνας έχει πει μεταξύ άλλων για τη φωτογράφιση ότι: «Δεν υπήρχε ως τότε φωτογραφία του Παπαδιαμάντη. Και συλλογιζόμουν ότι απ’ τη μια μέρα στην άλλη μπορούσε να πεθάνει ο μεγάλος Σκιαθίτης, και μαζί του να σβήσει για πάντα η οσία μορφή του. Και πότε αυτό; Σε μια εποχή που δεν υπάρχει ασημότητα που να μην έχει λάβει τις τιμές του φωτογραφικού φακού. Και πώς θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μια τέτοια παράλειψη της γενεάς μας σ’ εκείνους που θα ‘ρθουν κατόπι μας να συνεχίσουν το θαυμασμό μας για τον απαράμιλλο λυρικό ψυχογράφο των καλών και των ταπεινών και τον αγνότατο ποιητή των νησιώτικων γιαλών; Χαρακτηριστική υπήρξε η ανησυχία του τη στιγμή που τον αποτράβηξα ως την προσήλια γωνίτσα του μικρού καφενείου, για να ποζάρει μπροστά στον φακό μου. Να «ποζάρει» είναι ένας λεκτικός τρόπος.

Είχε πάρει μόνος του τη φυσική του στάση απάνω σε μια πρόστυχη καρέκλα, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, με το κεφάλι σκυφτό, με τα μάτια χαμηλωμένα, στάση βυζαντινού αγίου, σαν ξεσηκωμένη από κάποιο καπνισμένο παλιό τέμπλο ερημοκλησιού του νησιού του. Αυτή δεν ήταν στάση για μια πεζή φωτογραφία. Ήταν μια καλλιτεχνική σύνθεση, και θα μπορούσε να είναι ένα έργο του Πανσελήνου ή του Θεοτοκοπούλου. Αμφιβάλλω αν φωτογραφικός φακός έλαβε ποτέ μια τέτοια ευτυχία.

Αλλά ό Αλέξανδρος ήταν βιαστικός να τελειώνουμε. Γιατί; Μου το ψιθύρισε, ανήσυχα στο αυτί, και ήταν η πρώτη φορά που τον είχα ακούσει-ούτε φαντάζομαι πως θα τον άκουσε ποτέ κανένας άλλος να μιλεί γαλλικά «Nous excitions la curiosite du public». Aκούσατε; Ερεθίζαμε την περιέργεια του Κοινού! Ποιου Κοινού; Δεν ήταν εκεί κοντά μας παρά ένα κοιμισμένο γκαρσόνι του καφενείου, ένας γεροντάκος πού λιαζότανε στην άλλη γωνία του μαγαζιού, και δυο λουστράκια που παίζανε παράμερα».