26.5.23

Σίκινος: Ένα πανηγυρικό συμπόσιο


Αυτό είναι το μεγάλο πανηγύρι των μικρών κόσμων. Ξεφάντωμα της εσωτερικής ζωής του Αιγαίου, στη χάρη της Παναγίας Παντοχαράς. Και τα αφανέρωτα το καλοκαίρι εσώψυχα των Κυκλάδων νήσων, φανερώνονται αμέσως, αυτή την εποχή, προχωρημένο φθινόπωρο, μαζί με την έναρξη του χειμώνα. Τώρα δεν υπάρχουν τουρίστες, αλλά φιλοξενούμενοι συμμέτοχοι των κοινών μυστηρίων των αυτοχθόνων. Τώρα συνειδητοποιείς ότι το Αιγαίο δεν είναι μόνο η αδιάκοπη πρόκληση των οριζόντων του για νέα μπάρκα, αλλά και η θαλπωρή των λιμανιών της επιστροφής, η χάρις που καθαγιάζει το ταξίδι και το μετουσιώνει από άσκοπη περιπλάνηση, σε νοσταλγική περιήγηση, όπως η Αλοπρόνοια, το ασφαλές λιμάνι της Σικίνου.

Αυτό ακριβώς σημαίνει το όνομα της φιλόξενης πρώτης αγκάλης της Σικίνου, καταφύγιο για τους κυνηγημένους από τις κακουχίες της φουρτούνας θαλασσοπόρους. Αλός πρόνοια. Φροντίδα για την παρηγοριά των βασάνων της θάλασσας. Κι όσο υπάρχουν φουρτούνες της ζωής και κύματα του πελάγους, το λιμάνι της Σικίνου διατηρεί αυτόν τον χαρακτήρα και δεν θα τον απολέσει ποτέ, όσο το νησί διατηρεί την αυθεντικότητα του μοναχικού, μικρού, τόπου, που ανοίγει ιαματικά τη ψυχή σου απέναντι στη μεγάλη θάλασσα και στον απέραντο ουρανό.

«Ερήμην του το Αιγαίο λέει και ξαναλέει, εδώ και χιλιάδες χρόνια, με το στόμα του φλοίσβου, σ’ ένα μήκος ακτών απέραντο: αυτός είσαι!». | Οδυσσέας Ελύτης, «Σχέδιο για μιαν εισαγωγή στο χώρο του Αιγαίου», από τη συλλογή Εν Λευκώ.

Σπουδάζεις το σκηνικό αυτών των μυστηρίων, μετρώντας σκαλί-σκαλί το προδιαγεγραμμένο με γραμμές ασβέστη μονοπάτι που σε ανεβάζει μέχρι την αστραφτερή Χρυσοπηγή. Αισθάνεσαι να ίπτασαι πάνω από τις πάλλευκες γειτονιές της Χώρας-το Κάστρο και το Χωριό -, μέσα στην ανοιχτωσιά του αδιάκοπου γλαυκού της θάλασσας και του ουρανού, μέχρι το οχυρωμένο στην κορυφή μοναστήρι. Νιώθεις ότι κάθε σκαλί που αφήνεις πίσω σου (που μπορεί η σκληράδα της πέτρας να έχει παραχωρήσει και σε έναν ελάχιστο κρόκο με πανέμορφο κεφάλι το δικαίωμα ν’ ανθίσει), αυτό θα σε ακολουθεί για πάντα, όπου κι αν πας, την ώρα που ποθείς να ακουμπήσεις κάπου τη ψυχή σου για να γαληνέψει και να ξαποστάσει.

«(…) Πλατύς επάνου ο ουρανός /για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη». Σε ακολουθεί και ο Ποιητής ή, μάλλον, εσύ τον ακολουθείς μέχρι το ξωκλήσι της Παναγίας Παντοχαράς που ονειρεύτηκε στη μέση της διαδρομής σου: «Τη Παρθένω Σικινίω Οδυσσέας Ελύτης ανέθηκε». Τώρα, η χάρη της, μας φέρνει σε μεγάλη οικειότητα με τον λόγο του ποιητή και τα μικρά και μεγάλα σχέδια επί γης του ασβέστη, των σύννεφων της καλοκαιρίας στον ουρανό και τις ρότες των μικρών ναυτίλων στη θάλασσα: «Δεν είμαι ζωγράφος, Κόρη Θηρασία. Μα θα σε πω με ασβέστη και με θάλασσα». Ποίηση και χειροποίηση.

«Κατά τα άλλα, συχνάζω εκεί όπου κάθε θολούρα, ως κι ο καπνός του τσιγάρου μου ακόμη, εξουδετερώνεται απ’ το θαλασσάκι που φυλάγει καλού κακού για χάρη μου στο βορειοδυτικό της ντουλαπάκι η Παναγία η Παντοχαρά». | Οδυσσέας Ελύτης, Ο κήπος με τις αυταπάτες

Και το ασβεστογραμμένο καλντερίμι-μια ανθρώπινη χειρονομία προς τον θεϊκό ουρανό-όλο και ανεβαίνει προς το καστρομοναστήρι της Χρυσοπηγής, και πίσω όλο και δυναμώνουν την αστραφτερή λευκότητά τους οι δυο γειτονιές της Χώρας, το Κάστρο και το Χωριό. Κάθε γειτονιά, συσπειρωμένη γύρω από τη χάρη της Παναγίας-που είναι και χάρη του Αιγαίου-την εκκλησιά της, το επίκεντρο ή η κορυφή κάθε κυκλαδίτικης Χώρας. Παναγία Χρυσοπηγή, Παναγία Παντοχαρά, Παντάνασσα του Κάστρου, Θεοσκέπαστη του Χωριού. Όλες πανηγυρίζουν ολοχρονίς ακτινοβολώντας το υπέρλαμπρο-όπως κι αν το δεις, απ’ όπου κι αν το κοιτάξεις-φως του Αιγαίου, αλλά η Θεοσκέπαστη του Χωριού, έχει τώρα, στις 21 Νοεμβρίου, εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου, την τιμητική της.

Πάντα οι τόποι λατρείας ξεχώριζαν μέσα στο τοπίο της Σικίνου, όπως η μεγαλόπρεπη, όσο και η αινιγματική Επισκοπή, μέσα στην επικράτεια των ταπεινών ξερολιθιών της εξοχής. Θα ήταν 2ος ή 3ος αιώνας, όταν η ίδια η Νεικώ και το μυστικό της θάφτηκαν επιμελώς στην Επισκοπή και από πάνω τους κτίστηκε ένα μεγαλόπρεπο ναόμορφο μαυσωλείο που αργότερα μετασχηματίστηκε σε χριστιανική εκκλησία με τρούλο και κράτησε με ιερό ζήλο ασύλητο το μυστικό της Νεικούς, για να το αποκαλύψει σε εμάς τους τυχερούς, μόλις, πριν λίγα καλοκαίρια, με τη βοήθεια των αρχαιολόγων. Όσο κι αν έρχονται στο φως τα μυστήρια, πάντα, το μνημείο της Επισκοπής θα φορτίζει με μυστηριακή αίγλη τον επισκέπτη, έτσι καθώς στέκει ξεχωριστά μοναχικό στην ερημιά, επιβλητικό στο λιτό τοπίο των Κυκλάδων.

Κάποτε, και εδώ στην Επισκοπή, θα γινόταν μεγάλο πανηγύρι, όπως αυτά που εκρήγνυνται κάθε τόσο, ακόμη, στο Αιγαίο. Και το κρασί-το «αίμα» που διαχέει το κέφι σε όλο τον οργανισμό του γλεντιού-θα έρρεε άφθονο, καθώς η Σίκινος, μέχρι τα μέσα του προηγούμενου αιώνα, δικαιολογούσε με την παραγωγή της το αρχαίο όνομά της, Οινόη, όπως διέσωσαν στα γραπτά τους ο Πλίνιος και ο Στέφανος Βυζάντιος. Και τώρα, επιστρέφοντας από την Επισκοπή από το δρόμο που διασχίζει τη μεριά των αμπελιών, που έχουν επιβιώσει στις πεζούλες κοιτώντας τη θάλασσα και χαϊδεμένα από την αύρα της, μακαρίζουμε την τύχη μας που εκείνη τη χρονιά της συμμετοχής μας στο πανηγύρι της Θεοσκέπαστης, ο πανηγυράς είχε βάλει το δικό του, εξαιρετικό, κρασί να ευφράνει τους ομοτράπεζους πανηγυριώτες. Ο Κώστας είχε όλο τον προηγούμενο χρόνο θρονιασμένη την εικόνα της Παναγίας στο σπίτι του και τη φρόντιζε κερδίζοντας ευλογία. Και το ανταποδίδει στις μεγαλόχαρες, την Παναγία και την κοινωνία της Σικίνου, με το πλουσιοπάροχο πανηγύρι την ημέρα της γιορτής τους.

Την παραμονή μπήκαμε στην πομπή που ξεκίνησε από το σπίτι του πανηγυρά στο Κάστρο και πήγαινε προς την εκκλησιά των Εισοδίων της Θεοτόκου στο Χωριό. Μια οικογένεια, ουσιαστικά, το νησί συμπτύσσεται γύρω από τους άρτους, στο κέντρο της μικρής εκκλησιάς, σε μια συμβολική μυσταγωγία ευλογίας και ευχαριστίας για τον επιούσιο, που υπερβαίνει τα όρια του απλού Εσπερινού και προβάλλει πανηγυρικά την ταυτότητα της κοινωνίας που έχει σε αυτή τη μικρή πατρίδα ακουμπήσει τις ρίζες και τη ψυχή της.

Την επομένη το μεσημέρι, όλοι οι ριζωμένοι από κοντά στη Σίκινο, και αρκετοί από μακριά, ξενιτεμένοι, Σικινιώτες, θα επιβεβαιώσουν και θα ενδυναμώσουν πανηγυρικά την κοινή ταυτότητά τους, με δημόσιο συμπόσιο, ενδεικτικό του χαρακτήρα τους, που το καρυκεύουν γευστικά και ιδεολογικά οι χυμοί της νησιωτικότητας, η ψαρόσουπα και ο ιθαγενής οίνος. Και τώρα, μετά τον Εσπερινό, τα μέλη της κοινότητας, γυναίκες και άνδρες, με ξέχειλη τη διάθεση προσφοράς, έχουν καταθέσει όλες τις δυνάμεις τους στον κοινό σκοπό. Καθαρίζουν τα ψάρια, τα κρεμμύδια, τις πατάτες, τα καρότα, τις φρέσκιες ντομάτες, τα σέλινα, στύβουν τα λεμόνια, τα υλικά συστατικά της αυριανής ευωχικής τελετουργίας.

Ανάμεσά στους ανθρώπους των μαγειρείων του πανηγυριού και ο Κώστας, ο μονάκριβος ψαράς της Σικίνου, ο οποίος συνεισέφερε, εκτός των άλλων, και δέκα «σμενεριές», τον καταλύτη για να γίνει η ψαρόσουπα νόστιμη και δεμένη. Η σμέρνα την απογειώνει με το λιπαρό κρέας της. Και το ψαχνό της, παρά την απωθητική θωριά του, είναι εξαιρετικά νόστιμο. Οι μαγείρισσες όμως, επιμένουν να τα τοποθετούν ξεχωριστά από τα άλλα ψάρια και με κανέναν τρόπο δεν δέχονταν να τις εμφανίσουν αυτές τις πιατέλες στο τραπέζι του πανηγυριού εκτός από μία που πήγε στο επίσημο τραπέζι για το χατίρι του παπά Θόδωρου που την είχε παραγγείλει. Αντιπροσωπευτικός τύπος πολυπράγμονα νησιώτη-ιερέας, καλλίφωνος ψάλτης και τραγουδιστής, μελωδικός βιολάτορας, μελισσοκόμος, εκτροφέας οικόσιτων ζώων-γνωρίζει τη θάλασσα και όλα τα καλά της. Ευτυχώς που δεν τα εκτιμούν όλοι οι πανηγυριστές, γιατί οι άλλες πιατέλες με τη βραστή σμέρνα έμειναν κρυμμένες στα μαγειρεία για εμάς, που αρχίσαμε να τις δοκιμάζουμε από νωρίς στο μαγειρείο-συντροφιά με τον Κώστα, τον Πέτρο, τον Γιάννη, τον Παρασκευά, τον Γιώργο, τον Νίκο-όσο μαγειρευόταν η ψαρόσουπα. Κι εκεί μείναμε.

Στον πιο ενδιαφέρον χώρο του πανηγυριού, το μαγειρείο, οι δραστήριες νοικοκυρές είχαν ξεκινήσει από νωρίς το πρωί το μαγείρεμα. Οι κυρίες Ευγενία, Μαρία, Φλώρα, Ελένη, Νικολέτα, Αγγελική, έβαλαν τα λαχανικά στη φωτιά να βράσουν και μόλις πήραν λίγο βράση, πρόσθεσαν και τα ψάρια που αποβραδίς, μετά το καθάρισμα, τα είχαν τρίψει με αλάτι και λεμόνι. Όταν έβρασαν τα σούρωσαν σε μεγάλα ταψιά και διάλεξαν τα ακέραια ψάρια και τα λαχανικά, που τα τοποθέτησαν επιμελώς σε πιατέλες όλα μαζί, με ευφάνταστους χρωματικούς συνδυασμούς, και τα υπολείμματά τους τα άλεσαν για να ενισχύσουν το ζουμί. Μετά βάλθηκαν να ισομοιράσουν στα πέντε καζάνια ισοδύναμο ζουμί που θα έχει την ίδια γεύση. Και κάθε τόσο το δοκίμαζαν, μετάγγιζαν από το ένα καζάνι στο άλλο ή διόρθωναν τη γεύση με αλάτι. Όταν πέτυχαν την απαραίτητη ισορροπία, τα έβαλαν σε σιγανή φωτιά για να τα κρατούν ζεστά, μέχρι να σημάνει η καμπάνα στη Χώρα, σινιάλο ότι ξεκίνησε η πομπή με την Εικόνα για να έρθει στο χώρο του πανηγυρικού συμποσίου, για να προσθέσουν το ρύζι. Μέχρι να φτάσουν, η σούπα θα είναι έτοιμη, και δεν θα πήξει πολύ μέχρι να σερβιριστεί.

Αυτή είναι η μοναδική νύχτα που η εικόνα της Παναγίας την πέρασε στην εκκλησιά των Εισοδίων της Θεοτόκου και όχι σε κάποιο σπίτι όπως είναι το έθιμο. Όλο τον υπόλοιπο χρόνο είναι εγκατεστημένη στο σπίτι του εκλεκτού της κοινωνίας της Σικίνου που την έχει βοήθειά του, αλλά και διαθέσιμη για όποιον θα επιθυμούσε να την προσκυνήσει. Ο κατάλογος αυτών που τάσσονται να υπηρετήσουν την Κυρά της Σικίνου είναι μακρύς και η αναμονή διαρκεί πολλά χρόνια. Ο κύκλος της συγκατοίκησης με την Εικόνα Της αρχίζει και τελειώνει με το πανηγύρι. Την παραμονή της εορτής, στις 21 Νοεμβρίου, η πομπή μεταφέρει την Εικόνα στη νησιώτικη εκκλησιά της και ξενυχτά εκεί. Την επομένη το μεσημέρι, η πομπή μεταφέρει την εικόνα στον χώρο του πανηγυρικού συμποσίου-που οργανώνει ο πανηγυράς-και εγκαθίσταται σε ειδικά διαμορφωμένο βάθρο, απέναντι από τις τάβλες στις οποίες καθίζουν και τρώνε οι πανηγυριώτες.

Η αχνιστή ψαρόσουπα, που στο μεταξύ έχει γίνει και έχει αρτυθεί με το ανάλογο λεμόνι στο τέλος, μεταγγίζεται από τα καζάνια στις σουπιέρες και από εκεί στα πιάτα. Ενδιαμέσως, σερβίρονται οι πιατέλες με τα ψάρια και οι σαλάτες, καθώς ρέει το κρασί. Όταν όλοι ευφρανθούν και επαινέσουν τη νοστιμιά της σούπας, την Εικόνα παραλαμβάνει ο νέος πανηγυράς και εν πομπή πάλι τη μεταφέρει και την εγκαθιστά στο σπίτι του, για να ξεκινήσει τον νέο κύκλο που θα κλείσει και πάλι πανηγυρικά του χρόνου ανήμερα της γιορτής της, για να ανοίξει στη συλλογική μνήμη ο νέος.

Κείμενο: Νίκος Γ. Μαστροπαύλος
Δημοσιογράφος