Πρώτες εικόνες: Μια τάξη επικρατεί παντού. Τα μικρά λεωφορεία από τα ενοικιαζόμενα δωμάτια, είναι παραταγμένα στη σειρά στα δεξιά του μώλου, σε μια θέση που, μάλλον, επαναλαμβάνεται πολλές δεκάδες φορές κάθε καλοκαίρι. Απέναντι ακριβώς είναι δεμένα αρκετά, όμοιου μεγέθους, ιστιοφόρα με τους ενοίκους τους να παρατηρούν τη διαδικασία προσέγγισης, ξεφορτώματος και αναχώρησης του πλοίου, προστατευμένοι από το δυνατό ήλιο κάτω από τις γερές τέντες στις πρύμνες των σκαφών τους. Το λιμάνι της Σχοινούσας, στο Μερσίνι, διαφορετικά από τα άλλα νησιά των Μικρών Κυκλάδων, δεν είναι ακριβώς οικισμός.
Κάποια σκόρπια σπίτια στα αριστερά, στα μισά του υψώματος, λίγοι λουόμενοι στην ομώνυμη παραλία κάτω από την πηχτή σκιά των δέντρων, ο πασίγνωστος πια «Νικόλας της Σχοινούσας», πρώτο πλάνο να αντανακλά μια αστραφτερή λευκότητα και μια-δυο άλλες επιχειρήσεις παραδίπλα, συμπληρώνουν την εικόνα του καλωσορίσματος. Στην ησυχία του ελεύθερου, πια, μώλου, μετά την αναχώρηση του πλοίου, μια βουτιά στα βαθιά, σκούρα μπλε, διάφανα νερά από την τσιμεντένια ράμπα, είναι το καλύτερο βάπτισμα της άφιξης στο νησί.
Ανεβαίνοντας προς τη Χώρα, μια απόσταση μόλις 1,2 χιλιόμετρα από το λιμάνι, κάποια πολύ όμορφα ξενοδοχεία ενώνουν τις κατασκευές τους με το πολύ ξερό φυσικό περιβάλλον του νησιού, μαρτυρώντας την ολοένα και πιο μεγάλη τουριστική ανάπτυξη που παρατηρείται, ιδιαίτερα στη Σχοινούσα. Με 15 εύκολα προσβάσιμες παραλίες από, κυρίως, χωμάτινους δρόμους και με πολύ πλούσιο ανάγλυφο, αλλά και την κλασική, κυκλαδική αρχιτεκτονική γραφικότητα, η Σχοινούσα διαφέρει από τα άλλα νησιά των Μικρών Κυκλάδων.
Το λιμάνι της ανήκει στα πιο καλά προστατευμένα από καιρικές συνθήκες για μικρά σκάφη στο Αιγαίο. Το μέγεθός της προσφέρει όλη τη συγκίνηση του κυκλαδίτικου τρόπου ζωής και αισθητικής σε μικρογραφία. Η τουριστική ανάπτυξη έχει εμπλουτίσει πολύ τις επιλογές γαστρονομικών συγκινήσεων και το μίγμα των επισκεπτών, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον αφού η Σχοινούσα έχει επιλογές για κάθε ένα διαφορετικό τρόπο ζωής, από οικονομικής άποψης. Πλην των ελεύθερων κατασκηνωτών.
Αγνοώντας τον χωμάτινο, σε βαθμό πούδρας, περιφερειακό δρόμο της Χώρας και μιας και είναι νωρίς το μεσημέρι, τολμώ την είσοδο με το δίτροχο στο κεντρικό σοκάκι του οικισμού. Στο καφενείο «Η Χαρά», από τα παλαιότερα του νησιού, η ιστορία επαναλαμβάνεται διαρκώς. Μέσα στις μπλε αποχρώσεις του, με φως ολόλευκο να μπαίνει από τις πόρτες και τα παράθυρα και το αεράκι που το διαπερνά διαρκώς, μαζεύονται ευλαβικά και καθημερινά ντόπιοι αλλά και επισκέπτες που έχουν έρθει εδώ για μεγαλύτερο διάστημα και κάνουν παρέα. Ανταλλάσσουν σχόλια, κάποια νέα του προηγούμενου 24ωρου, πειράζονται διαρκώς, μερικές φορές με έναν υπέροχα γκροτέσκο τρόπο, πίνοντας τον καφέ τους, το ούζο με μεζέ αλλά ακόμη και ένα κομμάτι γλυκό.
Η Ματίνα η οποία τρέχει το καφενείο, κινείται ανάμεσά τους σερβίροντας τις παραγγελίες αλλά και χαμόγελα τα οποία δρουν καταλυτικά όταν η συζήτηση «ανάβει». Για αρκετή ώρα η κίνηση στο δρόμο απ’ έξω είναι υποτονική έως ανύπαρκτη, αφού οι πρωινές δουλειές έχουν τελειώσει και οι επισκέπτες είναι μοιρασμένοι στις παραλίες.
Οι παραλίες: Οι καιρικές συνθήκες και η δύναμη του αέρα είναι ο γνώμονας για την επιλογή παραλίας στη Σχοινούσα. Μοιρασμένες σχεδόν με γεωμετρική ομοιομορφία στα τέσσερα σημεία του χάρτη, με μικρή απόσταση της μιας από την επόμενη ή την προηγούμενη, οι επιλογές είναι πολλές και διαφορετικές. Από το Λιβάδι, με ήπια οικιστική ανάπτυξη και το κέντρο θαλάσσιου καγιάκ στη μια γωνιά, τον Άγιο Πέτρο και τον Άη Βασίλη στη χερσόνησο προς την Οφιδούσσα, μέχρι την Αλυγαριά και τη Λιόλιου, αντιδιαμετρικά τοποθετημένες στο νότιο κομμάτι του νησιού, με πολύ μικρή απόσταση μεταξύ τους, ήδη η παλέτα έχει καλύψει πολλά διαφορετικά γούστα.
Η ανατολική πλευρά, από την παραλία Πορί, μετά στον Αλμυρό μέχρι την Φουντάνα, μοιάζει με μεταφορά στο χρόνο αφού η εικόνα του νησιού εδώ είναι λιτή και σχεδόν απείραχτη. Σε μία στάση για την απαραίτητη ενυδάτωση ο 93χρονος κύριος Γεώργιος Κωβαίος, αψηφώντας τη ζέστη του μεσημεριού, μπαίνει με διάθεση φιλόξενη μα και με περηφάνεια στο μποστάνι του και μου κόβει ξυλάγγουρο και αγγουράκι, καρπούς της γης γνήσιους και υπέροχα νόστιμους. Ακολουθώντας τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο μεταξύ Χώρας και Μεσαριάς, του δεύτερου οικισμού της Σχοινούσας, διαπιστώνει κανείς το μικρό μέγεθος του νησιού, αφού σχεδόν όλοι οι προορισμοί είναι οπτικά εμφανείς.
Περνώντας μπροστά από την εντυπωσιακή εκκλησία του Ευαγγελισμού στη Μεσαριά, λίγα μόλις μέτρα πιο πέρα, η πινακίδα προς την παραλία της Ψιλής Άμμου στα δεξιά, οδηγεί μετά από πολύ σύντομο χωματόδρομο σε ένα από τα ομορφότερα τοπία της Σχοινούσας. Ένα μεγάλο δέντρο στο κέντρο της παραλίας, μοιράζει τη σκιά του σε αρκετούς επισκέπτες οι οποίοι με σεβασμό καταλαμβάνουν το κομμάτι γης που τους αρκεί. Ο συνδυασμός βότσαλου και χοντρής άμμου κάνει τα νερά να είναι διάφανα, δροσερά ακόμη και στην όψη.
Η βόλτα στις θαλάσσιες ομορφιές τελειώνει με την κάθοδο από μονοπάτι στην άγρια όμορφη παραλία του Γερολιμνιώνα, ένα συνδυασμό βράχων και ψιλής άμμου, μια εικόνα ερημίτη, μια ένωση του στεγνού κυκλαδίτικου τοπίου με το πιο αυθεντικό αιγαιοπελαγίτικο μπλε. Πριν την επιστροφή στο ξενοδοχείο, κάνοντας μια στάση για δροσιά και φαγητό στο «Πέτρινο» της Μεσαριάς, διαπιστώνω την ποσότητα χώματος που έχει κολλήσει στο δίτροχο, στα πράγματα αλλά και στην πλάτη μου συσσωρευμένο από το άθροισμα των διαδρομών μου μέσα στην ημέρα στους χωμάτινους, στεγνούς, σαν στέπα, δρόμους.
Η Σχοινούσα είναι η ξηρότερη περιοχή στην Ελλάδα: η βροχόπτωση ανά έτος είναι τόσο λίγη, ώστε κοντεύει να ενταχθεί στους τόπους που χαρακτηρίζονται ως θερμοί, με ερημικό κλίμα. Το χώμα, λεπτό σαν αλεύρι σε ορισμένα σημεία, αιωρείται για ώρα στον αέρα μετά από την μετακίνηση όποιου οχήματος. Συνειδητοποιημένοι οδηγοί, μειώνουν αισθητά την ταχύτητά τους, ως ένδειξη κατανόησης και σεβασμού, πριν διασταυρωθούν είτε με δίτροχα που κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση είτε με πεζοπόρους. Σύννεφα σκόνης μαρτυρούν την μετακίνηση οχήματος από αρκετά μεγάλη απόσταση, κουτσομπολεύοντας κατά κάποιο τρόπο τις ζωές των άλλων.
Η βόλτα στη Χώρα: Μέσα στη δροσιά του σπιτιού-εργαστηρίου της, σε σημείο «στρατηγικό» στην είσοδο της Χώρας από το Τσιγκούρι, παρατηρώ τη χειροτέχνη Ειρήνη Μπαρδάνη να χειρίζεται επιδέξια τα εργαλεία της, δημιουργώντας χειροποίητα κοσμήματα και μικρούς, κομψούς πίνακες με κυκλαδικά ειδώλια σε έκφραση πιο συναισθηματική. Με καταγωγή από τη Νάξο, από την ορεινή Απείρανθο, ήρθε στη Σχοινούσα στις παραμονές της πανδημίας, πριν από τέσσερα χρόνια και εγκαταστάθηκε, χρησιμοποιώντας την έμπνευση που της δίνει η μικρή νήσος για τη δημιουργικότητά της, χειμώνα-καλοκαίρι.
Περπατώντας το κεντρικό σοκάκι ανατολικά, έχοντας το τελευταίο φως του ήλιου στην πλάτη σε όλη τη διαδρομή, με μία σκιά τεράστια μπροστά μου, παρατηρώ την έναρξη της βραδινής ζωής. Τραπέζια στρώνονται στο πλακόστρωτο μπροστά στα καλόγουστα μαγαζιά, οι πρώτοι όμορφα ντυμένοι επισκέπτες αρχίζουν να εμφανίζονται και να λαμβάνουν τις θέσεις τους για να απολαύσουν τη μεγάλη ποικιλία γεύσεων και αρωμάτων που ξεπηδούν από παντού. Τα φώτα ανάβουν δημιουργώντας έναν πίνακα όμορφο, αποτύπωση των σύγχρονων Κυκλάδων. Παρά τον μεγάλο αριθμό επισκεπτών, η ηρεμία στη Σχοινούσα είναι μια συνθήκη αυτονόητη. Οι ημέρες τελειώνουν, σχεδόν πάντα, με τις παρέες γύρω από ένα τραπέζι, σε κάποιο πλακόστρωτο, με διάθεση χαλαρή, λίγο αλκοολική, σε μια διαδρομή απαλή σε ένα ταξίδι βαθιά μέσα στη νύχτα.