19.7.23

Νομός Έβρου: Τεράστια περιβαλλοντική καταστροφή


Η σφοδρότητα και η ταχύτητα εξάπλωσης της πυρκαγιάς του 2023, είναι τα χαρακτηριστικά που καθορίζουν το μέγεθος της καταστροφής όχι μόνο στην εικόνα που παρουσιάζει πλέον το Εθνικό Πάρκο Δαδιάς-Λευκίμης-Σουφλίου αλλά και στην άγρια πανίδα που διαβιεί στην περιοχή. Η καταστροφή είναι ορατή, υπαρκτή με αδιάψευστους μάρτυρες ό,τι αφήνει πίσω της η πύρινη λαίλαπα και το αποτύπωμά της είναι ήδη αισθητό στην ευρύτερη δασική περιοχή του Εθνικού Πάρκου. Ο καθηγητής Δημήτρης Μπακαλούδης μιλάει για την ιδιαιτερότητα της συγκεκριμένης πυρκαγιάς, για το αν και πώς επηρεάζει την άγρια πανίδα καθώς και για τις ενδεδειγμένες ενέργειες αντιμετώπισης των επιπτώσεων σε σχέση με την άγρια πανίδα και τη βλάστηση.

Τα χαρακτηριστικά της πυρκαγιάς: «Η πρόσφατη πυρκαγιά, εκτός από την υψηλή συγκέντρωση βιομάζας, έχει δύο σημαντικά χαρακτηριστικά: τη σφοδρότητα τις δύο πρώτες μέρες και το μέγεθος της έκτασης που έπληξε. Μεταδόθηκε ταχύτατα από το σημείο έναρξης στη θέση «Γκίμπρενα» προς τα δυτικά στις «Τρεις Βρύσες» διανύοντας απόσταση περίπου 16 χλμ. στο πρώτο 24ωρο, λόγω της μεγάλης ταχύτητας του ανέμου (5-7 μποφόρ) που επικρατούσε τις δύο πρώτες μέρες από την έναρξή της». Εκτιμά ότι «αυτό το πρώτο κύμα πρέπει να ήταν και το πιο καταστροφικό, καθώς η πυρκαγιά ήταν επικόρυφη, μεταδιδόταν ταχύτατα και δεν άφηνε μεγάλα περιθώρια διαφυγής των ζώων που βρίσκονταν μπροστά στο μέτωπό της.

Τις επόμενες μέρες, με την ένταση να έχει μειωθεί, η πυρκαγιά έκαιγε με μικρότερη σφοδρότητα, μεταδιδόταν με μικρότερη ταχύτητα και συνεπώς τα ζώα είχαν αρκετό χρόνο να αντιδράσουν και να διαφύγουν τον κίνδυνο της φωτιάς». Το δεύτερο χαρακτηριστικό της πρόσφατης πυρκαγιάς, είναι το μέγεθος της έκτασης που έχει πληγεί στο Εθνικό Πάρκο. Σε συνδυασμό με την πυρκαγιά που είχε εκδηλωθεί στο νότιο τμήμα το 2011, αυτή στον νότιο πυρήνα το 2022 (περίπου 40.000 στρ.), την πρόσφατη που έκαψε όλο το υπόλοιπο του νότιου πυρήνα (28.000 στρ. περίπου), αλλά και το υπόλοιπο νότιο τμήμα προς τη Λευκίμη (συνολικά έχει καεί περισσότερο από το μισό της έκτασής του), καθώς και την περιοχή δυτικά του Εθνικού Πάρκου που είναι επίσης Ζώνη Ειδικής Προστασίας για την ορνιθοπανίδα), δίκαια θεωρείται «μεγαπυρκαγιά».

Το μεγάλο μέγεθος της καμένης έκτασης, ίσως να επηρεάζει περισσότερο αρνητικά την άγρια πανίδα, γιατί αρκετά είδη απαιτούν εκτεταμένες περιοχές με ώριμα δάση, πολλά είδη είναι δασόβια, δηλ. απαιτούν πυκνό δάσος για να βρίσκουν καταφύγιο και αρκετά είδη εξαρτώνται ισχυρά από το συνδυασμό δασωμένων-ανοικτών εκτάσεων. Αυτό σημαίνει ότι η απώλεια μεγάλου μέρους του δάσους θα έχει σημαντικές επιπτώσεις σε μεγάλο αριθμό ειδών της άγριας πανίδας, τόσο στα πτηνά όσο και στα μεγάλα θηλαστικά.

Η άγρια πανίδα: Ειδικότερα για τα είδη που διαβιούν στη συγκεκριμένη περιοχή, ο κ. Μπακαλούδης αναφέρει: «Στο τμήμα που καταστράφηκε φέτος ολοσχερώς, υπήρχε η αποικία με τις περισσότερες φωλιές του Μαυρόγυπα. Σ' αυτό το τμήμα, υπήρχαν και αρκετές φωλιές από άλλα αρπακτικά πτηνά, όπως από Φιδαετό, Κραυγαετό, Σταυραετό, Διπλοσάϊνο, Γερακίνα, κ.ά., αλλά και από άλλα πτηνά με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όπως του Μαυροπελαργού. Στην περιοχή που κάηκε φώλιαζαν αρκετά είδη στρουθιόμορφων (π.χ. Σπίνος, Καλόγερος, Γαλαζοπαπαδίτσα, Κοκκινολαίμης, Συκοφάγος, Δενδορφυλλοσκόπος, Σταχτοπετρόκλης, Σταχτομυγοχάφτης, Κότσυφας, Αετομάχος, κ.ά.), κορακοειδών (π.χ. Κοράκι), νυκτόβιων αρπακτικών (π.χ. Νανόμπουφος), περιστερόμορφων (Τρυγόνι, Φάσα), και πολλά άλλα είδη πτηνών με ιδιαίτερο ενδιαφέρον προστασίας.

Επίσης, διαβιούσαν πληθυσμοί από αρκετά θηλαστικά, όπως Ζαρκάδι, Λύκος, Αλεπού, Πετροκούναβο, Ασβός, Σκίουρος, Δασομυωξός, τρωκτικά κ.ά. καθώς και από ερπετά, όπως χελώνες, σαύρες και φίδια. Σημειώνει δε, ότι δεν υπάρχουν ακριβή αριθμητικά δεδομένα και ορισμένες εκτιμήσεις απαιτούν αρκετό χρόνο για να γίνουν, ώστε να γνωρίζουμε πόσες φωλιές αρπακτικών έχουν καεί. Πιθανολογεί ωστόσο ότι φωλιές του Μαυρόγυπα έχουν καεί και η συνέχεια των εναπομενουσών φωλιών εξαρτάται από την επιβίωση των δέντρων.

Οι αλλαγές που φέρνει η φυσική καταστροφή: Αναφορικά με το πώς η πυρκαγιά επηρεάζει την παρουσία της άγριας πανίδας στην περιοχή, εξηγεί: «Τα είδη που διέφυγαν της πυρκαγιάς, πιθανόν να επιστρέψουν στις θέσεις τους. Τα περισσότερα είδη της άγριας πανίδας (πτηνά και θηλαστικά) εκδηλώνουν φιλοπατρία στις γενέθλιες θέσεις τους και επιστρέφουν εκεί που αναπαράγονταν. Το κρίσιμο είναι εάν θα παραμείνουν και θα προσπαθήσουν την επόμενη χρονιά να αναπαραχθούν. Αυτό προϋποθέτει ύπαρξη διαθέσιμης και επαρκούς τροφής και κατάλληλες συνθήκες φωλεοποίησης για τα πουλιά.

Εφόσον αυτές οι δύο συνθήκες δεν ικανοποιούνται, συνήθως μετατοπίζονται σε γειτονικές περιοχές. Αυτό μπορεί να συμβεί και σε βάθος 2-3 ετών. Αλλά είναι κάτι που δεν γνωρίζουμε και έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να το μελετήσουμε με τους ραδιοπομπούς που έχουν τοποθετηθεί στους Μαυρόγυπες και σε άλλα αρπακτικά της περιοχής που επλήγη. Αρκετά είδη της άγριας πανίδας κάηκαν (π.χ. ερπετά και θηλαστικά), επειδή δεν μπόρεσαν να διαφύγουν από το μέτωπο της πυρκαγιάς την πρώτη και δεύτερη μέρα, που έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα.

Στην πρώτη επίσκεψη έχω εντοπίσει νεκρά ζώα (πχ ζαρκάδια και χελώνες) πλησίον των δασικών δρόμων, αλλά σίγουρα υπάρχουν περισσότερα στο εσωτερικό του δάσους». «Θετικά», λέει ο κ. Μπακαλούδης, «θα επηρεαστούν ορισμένα είδη, όπως οι δρυοκολάπτες, μετά την πυρκαγιά εφόσον παραμείνουν ιστάμενα δέντρα σε μικρές ομάδες. Άλλα είδη που θα ευνοηθούν μακροχρόνια είναι αυτά των ανοιχτών περιοχών, όπως το Γιδοβύζι. Θετικό ρόλο θα παίξουν οι άκαυτες νησίδες, στις οποίες εφόσον βρήκαν καταφύγιο κάποια ζώα, αυτά θα αποτελέσουν την πηγή δημιουργίας νέων πληθυσμών που θα επαναποικίσουν σταδιακά τις καμένες εκτάσεις.

Επειδή η περιοχή θεωρείται αραιοκατοικημένη, δεν αναμένεται προσέγγιση στις κατοικημένες περιοχές. Ωστόσο, ενδεχόμενο μετακινήσεων αναμένεται εφόσον τα ζώα δεν βρίσκουν επαρκή τροφή να συντηρηθούν, να αναπαραχθούν και να μεγαλώσουν τους απογόνους τους, δεν βρίσκουν κατάλληλες συνθήκες να φωλιάσουν τα πουλιά (ή να αναπαραχθούν τα θηλαστικά), δεν βρίσκουν κατάλληλο ενδιαίτημα καταφυγίου και προστασίας από τους φυσικούς τους εχθρούς».

Η διαχείριση της επόμενης μέρας της πυρκαγιάς: «Οι άμεσες ενδεδειγμένες ενέργειες για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων στην άγρια πανίδα από την πυρκαγιά είναι η απαγόρευση του κυνηγιού στην καμένη έκταση, αλλά πιθανόν και σε περιοχές που γειτνιάζουν με αυτήν. Η συνέχιση της τροφικής ενίσχυσης στην ταΐστρα για τα πτωματοφάγα και πιθανόν με μεγαλύτερες ποσότητες τροφής, λόγω της έλλειψης στην ευρύτερη περιοχή. Η παροχή πρόσθετης τροφής (π.χ. μηδική ή τριφύλλι) για τα φυτοφάγα ζώα (ζαρκάδια, λαγούς) μέχρι τα πρωτοβρόχια, όπου θα εμφανιστεί η φυσική βλάστηση.

Η παροχή τροφής σε ειδικές ταΐστρες για τα σποροφάγα είδη πτηνών, ιδιαίτερα σε περιοχές όπου η σφοδρότητα της πυρκαγιάς ήταν μεγάλη. Η παροχή τροφής των δύο τελευταίων περιπτώσεων πρέπει να γίνεται μακριά από κατοικημένες περιοχές και δρόμους, σε απομακρυσμένα σημεία και να αποφεύγεται η συχνή τοποθέτηση της τροφής για αποφυγή εξοικείωσης των ζώων με τον άνθρωπο αλλά και προσέλκυση θηρευτών» επισημαίνει ο καθηγητής. Τέλος σε ό,τι αφορά τη διαχείριση της καμένης βλάστησης σε σχέση με την άγρια πανίδα δηλώνει πως «η βλάστηση που έχει επηρεαστεί από την πυρκαγιά θα πρέπει να παραμείνει τουλάχιστον έναν χρόνο όπως είναι, ώστε να είναι εύκολη η διάγνωση της νέκρωσης των δέντρων. Θα πρέπει να αξιολογηθούν όλες οι συστάδες που έχουν νεκρά δέντρα και να γίνει ειδική διαχείριση των νεκρών ιστάμενων.