2.4.24

Απόστολος Χατζηχρήστος (1901-1959)

Ο Απόστολος Χατζηχρήστος υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους δημιουργούς και ερμηνευτές του ρεμπέτικου τραγουδιού, με ξεχωριστή παρουσία στο χώρο αυτών των «παρεξηγημένων» από πολλούς τραγουδιών. Γεννήθηκε το 1901 ή κατά άλλες πληροφορίες το 1904 στο προάστιο Κοκαριαλί (Μυρακτή) της Σμύρνης, με γονείς τον Δημήτρη Χατζηχρήστο από την Άνδρο και μητέρα την Αναστασία από τη Σάμο. Καταγόταν από ευκατάστατη και ιστορική οικογένεια της Μικράς Ασίας και αυτό του έδωσε τη δυνατότητα, από πολύ μικρή ηλικία να αρχίσει μαθήματα πιάνου κιθάρας και ακορντεόν σε ωδείο της περιοχής.

Κύριος παρακινητής για την ενασχόλησή του με τη μουσική υπήρξε ο πατέρας του. Έτσι απέκτησε από πολύ νωρίς τα πρώτα βιώματα της ραφινάτης μικρασιατικής μουσικής. Το 1919, έφηβος ακόμα και ενθουσιασμένος με την παρουσία του ελληνικού στρατού στα μικρασιατικά παράλια, κατετάγη εθελοντής στην εκστρατεία, συμμετέχοντας έτσι στα ιστορικά γεγονότα της περιόδου 1919-1922. Το 1922 μετά τη μικρασιατική καταστροφή και τον διωγμό και ενώ η οικογένειά του έφευγε αφήνοντας πίσω την περιουσία της, ο δεκαοχτάχρονος τότε Απόστολος άφησε ξαφνικά τους δικούς του και προσπάθησε να βοηθήσει κάποια παιδάκια βάζοντάς τα μέσα σε βάρκες σωτηρίας.

Όταν τον αντιλήφθηκαν οι Τούρκοι, τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν για εκτέλεση σε κάποιο στρατόπεδο. Για τρία χρόνια οι δικοί του, οι οποίοι στο μεταξύ είχαν φτάσει στην Ελλάδα, είχαν χάσει τα ίχνη του. Ο Χατζηχρήστος κατόρθωσε να δραπετεύσει από το στρατόπεδο των Τούρκων κάτω από μυθιστορηματικές συνθήκες. Συγκεκριμένα, λίγο πριν τον εκτελέσουν, ένας ηλικιωμένος θείος του και συγκρατούμενός του στο στρατόπεδο, τον άφησε να πατήσει στις πλάτες του, να σκαρφαλώσει στον τοίχο της περίφραξης και να βρεθεί εκτός στρατοπέδου ελεύθερος.

Ήταν ανήμερα του Σταυρού, 14 Σεπτεμβρίου. Από τότε τη μέρα αυτή της σωτηρίας του τη θεωρούσε ιερή και είναι χαρακτηριστικό ότι κάθε χρόνο, ανήμερα του Σταυρού δεν έτρωγε ούτε έπινε τίποτε όλη μέρα, κάτι που διατήρησε για όλη την υπόλοιπη ζωή του. Η οικογένειά του φεύγει από τη Σμύρνη το 1922 και εγκαθίσταται στη νήσο Τζιά. Ο Χατζηχρήστος έπειτα από τη δραπέτευση του, ταξιδεύει στην Ελλάδα και αναζητώντας την οικογένειά του, τους βρίσκει τελικά στο νησί.

Στη συνέχεια, αποφασίζουν όλοι μαζί να εγκατασταθούν στον Πειραιά και συγκεκριμένα στο Τουρκολίμανο, σε προσφυγικό σπίτι που τους παρέχει το κράτος. Το 1927 γνωρίζεται με τη Γαρυφαλλιά Σπανού, πιστή σύντροφο της ζωής του, με την οποία παντρεύεται το 1929 και αποκτούν τέσσερα παιδιά, δυο γιους και δυο κόρες. Δυστυχώς όμως χάνουν σε μικρή ηλικία τα δυο τους αγόρια από αρρώστιες και επιζούν μόνο οι κόρες τους, Ευαγγελία και Πόπη, παρά τα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν, με πείνα, κατοχή, φτώχεια, στέρηση, δυστυχία.

Μετά την εγκατάστασή του στην Αθήνα, αρχίζει να εργάζεται ως τεχνίτης ηλεκτροσυγκολλητής στα Ελληνικά Σωληνουργεία. Η ενασχόλησή του με τη μουσική παραμένει ακόμα σε ερασιτεχνικό επίπεδο, αλλά γύρω στο 1929 αρχίζει να μαθαίνει μπουζούκι, κιθάρα και μπαγλαμά, φροντίζοντας να γίνει άριστος δεξιοτέχνης οργανοπαίκτης. Όμως, η επαφή του με το μπουζούκι φαίνεται ότι τον κέρδισε και δόθηκε ολοκληρωτικά σε αυτό. Αρχικά μετέτρεψε ένα μαντολίνο σε μπουζούκι με τη βοήθεια του περίφημου οργανοποιού της εποχής, του Κυριάκου Λαζαρίδη.

Ταυτόχρονα άρχισε να ασχολείται και με τη σύνθεση, γράφοντας τραγούδια. Ο Χατζηχρήστος, αποδεικνύοντας ήδη από τον Μικρασιατικό πόλεμο ότι ήταν γνήσιος πατριώτης, εντάσσεται κατά τη διάρκεια της Κατοχής από τους Γερμανούς, το 1941-1942, στην Εθνική Αντίσταση και γίνεται ενεργό μέλος αντιστασιακών οργανώσεων. Το 1957 προσβάλλεται από καρκίνο στους πνεύμονες και στις 5 Ιουνίου του 1959 πεθαίνει στην Αθήνα σε ηλικία μόλις 55 χρονών.

Κατά τη διάρκεια της ασθένειάς του, η οικογένειά του όπως αναφέρουν διάφορες πηγές, για να ανταπεξέλθει στα έξοδα για τις ακτινοβολίες, πούλησε το αγαπημένο του μπουζούκι στον Γρηγόρη Μπιθικώτση αντί 1.000 δραχμών.