Λαϊκός δημιουργός με τη χαρακτηριστική βραχνή φωνή, ο Γιώργος Μουφλουζέλης γεννήθηκε το 1912 στη Μυτιλήνη, από οικογένεια φτωχική. Αχθοφόρος ο πατέρας, όμως καλός νοικοκύρης, μια και «δεν άφησε τα παιδιά του να πεινάσουν», αυστηρός και απόμακρος για τον ίδιο και για τα μικρότερα 3 αδέλφια του, και η μάνα, νοικοκυρά, αφοσιωμένη στα παιδιά της. Από το σχολείο τον σταμάτησε ο πατέρας του μετά τη δευτέρα δημοτικού για να δουλέψει, και μάλιστα πολύ σκληρά για ένα παιδί της ηλικίας του, στην οικοδομή.
«Στη ζωή μου μαρτύρησα από παιδί» θα πει. «Τότες τα γιαπιά δεν ήταν σαν τα σημερινά. Πολλές φορές κουβαλάγαμε πέτρες από εκατό μέτρα μακριά. Ούτε στον εχτρό σου.». Έτσι, ο αγώνας για το μεροκάματο άρχισε νωρίς για το «Γιωργέλι», ένας αγώνας που θα συνεχιστεί όμως και σε όλη του τη ζωή, είτε ως χτίστης είτε ως μουσικάντης, αργότερα. Το περιβάλλον της ιδιαίτερης πατρίδας του ήταν πλούσιο σε μουσικές. Δημοτικοί ρυθμοί, ο νησιώτικος καρσιλαμάς, ο καλαματιανός, το ζεϊμπέκικο, το οποίο ειδικά στη Μυτιλήνη βρίσκεται μέσα στον δημοτικό-λαϊκό κύκλο της παράδοσης, το σμυρνέικο, ήταν οι ήχοι που γέμισαν τα αυτιά του από τα μικράτα του.
Ό,τι αργότερα θα συνθέσει και θα τραγουδήσει είναι παραλλαγή, διασκευή ή έμπνευση από αυτή την πλούσια μουσική παρακαταθήκη. Η λαϊκή μουσική όμως από νωρίς ασκούσε επάνω του μια ισχυρή έλξη. «Μ’ άρεζαν τα τραγούδια που στίχος και μουσική μοιάζανε παντρεμένα και άμα ήτανε καλή και η φωνή ε, με έσφαζες.» θα πει στην αυτοβιογραφία του. Τα χασικλίδικα και τα κουτσαβάκικα τραγούδια τα πρωτάκουσε από το γραμμόφωνο και αργότερα στην εφηβεία και στη νεαρή ανδρική του ηλικία από τις παρέες του με τους μάγκες της Μυτιλήνης και με τους ρεμπέτες του Πειραιά.
Από τα πρώτα του ακούσματα στο μπουζούκι, ο συντοπίτης του, ο βαρελάς ο Μιστόκλης, ο οποίος και τον μάγεψε. Ένα μαντολίνο που ξέμεινε στο σπίτι τους χρησίμευσε πολύ στην προσπάθειά του να αποτυπώσει εκεί τις μουσικές που γέμιζαν τα αυτιά του. Έπειτα, οι φωνογραφητζήδες, όπου κάθε Σαββατόβραδο ακουμπούσε το χαρτζιλίκι που του έμενε, μια και τα λεφτά που έβγαζε από τη δουλειά στα γιαπιά, πήγαιναν στην οικογένεια. Τελικά, έμαθε μπουζούκι εντελώς μόνος του, με βάση τα ακούσματα που είχε, πραγματικά αυτοδίδακτος στο όργανο αυτό, όπως και στον τζουρά και στον μπαγλαμά, τα οποία επίσης έμαθε να παίζει.
Κάποιες περιοδείες του στη Σύρο, Τήνο και Σάμο όπου έπαιζε ο ίδιος μπουζούκι και ένας φίλος του κιθάρα, στα 22 του χρόνια, ήταν μια πρώτη εμπειρία, και ερασιτεχνική αλλά και «επαγγελματική» με το όργανο. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής έπαιζε και πάλι μπουζούκι στη Μυτιλήνη και στα γύρω χωριά. Ήταν και αυτή μια πολύτιμη εμπειρία για το νεαρό Γιώργη, γιατί εκείνη την εποχή απαγορευόταν να βγάλει πιατάκι, μια και αυτό θεωρείτο επαιτεία.
Έτσι, αναγκαστικά, έγινε μουσικάντης χωρίς να το θέλει, γιατί «μουσικάντης είναι αυτός που ξέρει να μπει στο πνεύμα του ανθρώπου, που διαλέγει να παίξει το τραγούδι που αρέσει», ώστε να τον «φιλοτιμήσει» και η πληρωμή να έρθει από μόνη της, χωρίς να το ζητήσει ο μουσικάντης». Μετά τη στρατιωτική θητεία του το 1933 στη Μυτιλήνη, αποφάσισε να καταταγεί στη Χωροφυλακή, μια και ο μισθός ήταν ικανοποιητικός για τα δεδομένα της εποχής.
Διορισμένος πια χωροφύλακας στη Σάμο, δεν του πήγαινε η ψυχή του να φορτώνει με μηνύσεις φτωχούς πολίτες είτε γιατί δεν είχαν άδεια να σοβατίσουν είτε να ασβεστώσουν το καλύβι τους. Το αποτέλεσμα ήταν πως όταν παρουσιάστηκαν αρκετοί από τους συναδέλφους του για να ζητήσουν απόλυση, ο Διοικητής κοίταξε να τους αλλάξει γνώμη και τους έπεισε να παραμείνουν στο Σώμα. Όταν έφτασε η σειρά του Γιώργη, μετά από μια ματιά στο υπηρεσιακό του σημείωμα, ακολούθησε ο παρακάτω διάλογος: Διοικητής: «Πότε είπαμε απολύεσαι;» Γιώργης: «Το Σάββατο» Διοικητής: «Έλα αύριο να σε απολύσω».
Από το 1930 ταξίδεψε αρκετές φορές ως την πρωτεύουσα, μια και είχε μεγάλη επιθυμία να γνωρίσει επαγγελματίες μπουζουκτσήδες και από το 1958 εγκαταστάθηκε μόνιμα πια στην Αθήνα. Πρώτη του γνωριμία ο Μπάτης, στο καφενείο του οποίου «Τα Τέσσερα Βάσανα, οι Έξι Πόνοι»-όπως το ονόμαζε ο ίδιος ο Μπάτης-έπιασε δουλειά ψήνοντας καφέδες. Εκεί γνώρισε επίσης τον Βαμβακάρη, τον Δελιά, τον Παπαϊωάννου.
Με τον Μπάτη συνδέθηκε με φιλία βαθιά, εκεί άκουσε τους «καλούς ταξιμιτζήδες που κάνανε όμορφα ταξίμια» με τα μπουζούκια του Μπάτη, τα οποία είχαν και ονόματα, ήταν ο «Μάγκας», ο «Δερβίσης», ο «Ασίκης». Με αφοπλιστική ειλικρίνεια ομολογεί ο Γιώργης πως πήρε κανά δυο μουσικές από τον Μπάτη, συγκεκριμένα για το τραγούδι «Πάρε, κόρη, το λουτρό σου» στο οποίο τραγούδι πρόσθεσε και δικούς του στίχους, πέρα από την πρώτη στροφή, που ήταν του Μπάτη.
Στη Μυτιλήνη, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, γνώρισε και την πρώτη του γυναίκα. Για τη συντρόφισσα αυτή της ζωής του, με την οποία έζησε φτωχικά αλλά με πολλή αγάπη 15 χρόνια μέχρι που τους χώρισε ο θάνατός της, η τελευταία του σπαρακτική αναφορά είναι και η αποκαλυπτική του ονόματός της: «Τη γυναίκα μου τη λέγανε Παναγιώτα.». Στην Αθήνα, μόνιμα εγκαταστημένος πια από το 1958, ήρθε αντιμέτωπος με τα κυκλώματα των εταιρειών του τραγουδιού. Ένιωσε πολύ καλά τι είναι «να είσαι φουκαράς, να παίρνεις καμιά δεκάρα και να κάνεις τουμπεκί».
Τραγούδια του πέρασαν στη δισκογραφία με ονόματα άλλων και ο Γιώργης έπαιρνε ως αντάλλαγμα εκατό, διακόσιες ή τρακόσες δραχμές, ανάλογα με το πώς κοστολογούσαν κάθε φορά την ανάγκη του για επιβίωση. Γνωρίστηκε με τον Απόστολο Καλδάρα, ο οποίος και του στάθηκε στη ζωή του φίλος πραγματικός στις δύσκολες στιγμές, την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, της οποίας η απλότητα, η καλοσύνη, κυρίως όμως το μοναδικό ταλέντο να σκαρώνει στίχους ή να επεμβαίνει αποφασιστικά και πετυχημένα όπου σκάλωνε ο στίχος, τον εντυπωσίασαν πάρα πολύ.
Στη ζωή του Γιώργη ήρθε και ένας δεύτερος, αποτυχημένος, γάμος, από τον οποίο απέκτησε ένα γιο, τον αγαπημένο του Σταυράκη. Το παιδάκι αυτό έμελλε να το αναστήσει εντελώς μόνος του, από δυο χρονών μωρό, πατέρας αλλά και μάνα μαζί γι αυτό, όταν η δεύτερη γυναίκα του και μάνα του παιδιού διάλεξε να φύγει μακριά τους. Για το Γιώργη ο αγώνας για την επιβίωση γίνεται πιο επιτακτικός και το πιατάκι συνεχιζόταν στις ταβέρνες και στα κουτούκια, τώρα πια μαζί με το παιδί.