Ο κόσμος της τέχνης έχασε πολύ νωρίς τον Γκλεν Γκουλντ. Ήταν μόλις 50 χρονών στις 4 Οκτωβρίου 1982 (γεννήθηκε το 1932 στον Καναδά) όταν έπαθε το εγκεφαλικό επεισόδιο που τον σκότωσε. Σε όλη του τη ζωή υπήρξε ιδιόρρυθμος, εμμονικός, αντισυμβατικός, υποχόνδριος, δύστροπος, φοβικός με τις αρρώστιες-και ένας εκπληκτικός καλλιτέχνης, ένας πιανίστας που (επαν)ερμήνευσε ειδικά τον Μπαχ έτσι ώστε οι «Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ» να είναι περίπου ταυτισμένες πια με το όνομά του.
Ήταν επίσης ένας διανοούμενος της μουσικής, ένα ζωντανό πνεύμα που ξεχείλιζε από χιούμορ και δημιουργικότητα σε έναν κόσμο που ενίοτε θεωρείται αποστειρωμένος. Ο Γκουλντ ήταν παιδί-θαύμα. Λέγεται ότι ως βρέφος συχνά μουρμούριζε μελωδικά αντί να κλαίει. Έμαθε να διαβάζει μουσική πριν μάθει να διαβάζει λέξεις, διέθετε «απόλυτο αυτί» (μπορούσε δηλαδή να αναγνωρίζει τους τόνους χωρίς κανένα σημείο αναφοράς). Η σχέση του με τα έργα που ερμήνευε ήταν τόσο άμεση, που η προετοιμασία του για τα κονσέρτα συνίστατο κυρίως στην εξαντλητική ανάγνωση της παρτιτούρας και λιγότερο στη μελέτη πάνω στο πιάνο.
Στα δέκα του, και ενώ είχε μόλις ξεκινήσει την επίσημη μουσική του εκπαίδευση, τραυματίστηκε στη σπονδυλική στήλη. Αυτός ο τραυματισμός, σε συνδυασμό με την ιδιαίτερη τεχνική χαλάρωσης των δαχτύλων που του δίδαξε ο Χιλιανός Αλμπέρτο Γκερέρο (ο μοναδικός δάσκαλος του Γκουλντ, μετά τη μητέρα του) έκαναν τον Γκουλντ να υιοθετήσει κι εκείνη την ιδιότυπη καμπουριαστή, χαμηλή στάση πάνω από τα πλήκτρα του πιάνου, που τον έκανε να μοιάζει «σαν να παίζει με τη μύτη», όπως έγραφε ο ίδιος σε μια επιστολή του.
Επίσης η στάση αυτή τον εμπόδιζε να πετυχαίνει, όπως έλεγε, «τον πολύ μεγάλο ήχο που απαιτείται σε μερικά fortissimo του Λιστ, για παράδειγμα», ενώ από την άλλη τού πρόσφερε «μεγαλύτερη καθαρότητα και αίσθηση. Όλα αυτά δεν είναι προσωπικοί εκκεντρισμοί-απλώς οι επαγγελματικοί κίνδυνοι μιας ιδιαίτερα υποκειμενικής δουλειάς». Ίσως αυτοί οι «επαγγελματικοί κίνδυνοι» να εξηγούν εν μέρει και το πόσο απέφευγε ο Γκουλντ τους Ρομαντικούς συνθέτες, ενώ είχε σαφέστατη προτίμηση στο μπαρόκ ρεπερτόριο και στους σύγχρονους.
Πάντως ο Γκουλντ συνέδεσε το όνομά του πρωτίστως με τον Μπαχ. Θεωρούσε ότι η μουσική του Μπαχ «έχει μια αξία που υπερβαίνει την ποιότητα και το λαμπρό πνεύμα-είναι η ίδια η ανθρωπότητα». Τεχνικά, εντόπιζε μάλιστα το «μυστικό» της ερμηνείας του Μπαχ στο πιάνο στην ταχύτητα αντίδρασης του οργάνου, στον «έλεγχο πάνω στον λεπτομερή καθορισμό των πραγμάτων». Παρόλο που ως θέαμα, ο πιανίστας Γκουλντ ήταν κάτι το απολύτως μοναδικό, με τη συνήθειά του να ταλαντεύεται διαρκώς μπροστά από το πιάνο διαγράφοντας μικρούς κύκλους με τον κορμό του, ο ίδιος αντιπαθούσε τις συναυλίες και, από το 1964 και μετά, τις εγκατέλειψε εντελώς, για να αφιερωθεί στις ηχογραφήσεις.
Αγάπησε την τεχνολογία και πειραματίστηκε μ’ αυτήν. Επίσης, το στούντιο του άρεσε γιατί εκεί είχε μεγαλύτερο (δηλαδή πλήρη) έλεγχο επί των συνθηκών που θεωρούσε ότι επηρεάζουν το τελικό αποτέλεσμα-από τη θερμοκρασία του χώρου έως την τελική επιλογή των ηχογραφημένων τμημάτων που θα συμπεριληφθούν στο τελικό προϊόν. Θεωρούσε πως η δουλειά του μουσικού που ερμηνεύει ένα έργο μοιάζει με τη δουλειά του σκηνοθέτη, που παρουσιάζει στο κοινό ως ταινία εκείνα τα κομμάτια που πραγματικά αξίζουν.
Ωστόσο, ούτε και στο στούντιο εγκατέλειψε την άλλη του χαρακτηριστική συνήθεια, να μουρμουρίζει τη μελωδική γραμμή του κομματιού που έπαιζε, με αποτέλεσμα να ακούγεται ακόμα και σε εξαιρετικά φροντισμένες, κατά τα άλλα, ηχογραφήσεις. «Αν δεν ήμουν πιανίστας, πιθανότατα θα είχα γίνει συγγραφέας», δήλωνε συχνά ο Γκουλντ. Πράγματι, οι συνεντεύξεις και η αρθρογραφία του αποκαλύπτουν έναν διανοούμενο της μουσικής, συχνά αιρετικό, ενίοτε δυσνόητο και πάντα πνευματώδη.
Χαρακτηριστικό είναι το παιχνίδι (ορισμένοι βιογράφοι το χαρακτηρίζουν «νεύρωση») με τις διάφορες «περσόνες» που είχε επινοήσει προκειμένου να γράφει ανώνυμα κριτικές για συναυλίες ή να απαντά σε κριτικές άλλων: υπέγραφε συχνά ως ο Γερμανός μουσικολόγος Καρλχάιντς Κλοπβάισερ, άλλοτε ως ο Αμερικανός μουσικοκριτικός Θίοντορ Σλατζ, άλλοτε ως ο Άγγλος μαέστρος Νάιτζελ Τουίτ-Θόρνγουεϊτ. Ο Γκουλντ άφησε πίσω του έναν όγκο ηχογραφήσεων ανεκτίμητων για την ιστορία της μουσικής.
Ερμήνευσε στο στούντιο όλα τα έργα του Μπαχ για πιάνο, λίγο Μότσαρτ, λίγο Μπετόβεν, λίγο Μπράμς, καθόλου Σοπέν, κάμποσο Χίντεμιθ και Σένμπεργκ. Η προσωπικότητά του, αποτελεί case study για τη μελέτη της ανθρώπινης μεγαλοφυίας. Εξάλλου, ο δικός του ήχος στο «Πρελούδιο και Φούγκα σε Ντο Ματζόρε», από το «Καλοσυγκερασμένο Κλειδοκύμβαλο» του Μπαχ ταξιδεύει αυτή τη στιγμή έξω από τα όρια του ηλιακού μας συστήματος μαζί με το Voyager 1, ως πρεσβευτής του ανθρώπινου πνεύματος στο σύμπαν.
Η καρέκλα του είναι το γνωστότερο αντικείμενο που συνδέεται με τον Γκλεν Γκουλντ. Την κατασκεύασε ο πατέρας του ειδικά γι’ αυτόν, μετά τον τραυματισμό του στην πλάτη, ώστε να βολεύεται καλύτερα μπροστά στο πιάνο. Ο Γκουλντ δεν την εγκατέλειψε ποτέ, σε ολόκληρη την καριέρα του (όπως δεν άλλαξε και το Steinway στο οποίο έπαιζε), ακόμα κι όταν είχε καταντήσει ετοιμόρροπη και επικίνδυνη. Η καρέκλα του ήταν μια μόνο από τις πολλές εμμονές του Γκουλντ, ο οποίος, μεταξύ άλλων, φορούσε πάντα γάντια και χοντρά ρούχα και, όταν ήταν στο Τορόντο, έτρωγε κάθε μέρα το ίδιο φαγητό στο ίδιο εστιατόριο: αυγά σκραμπλ.