Η Δέσποινα Στυλιανοπούλου ήταν ένα από τα αγαπημένα κορίτσια της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου, που με την ειλικρίνεια και την καλοσύνη της κατάφερε να καθιερώσει τον τύπο της αυθεντικής λαϊκής κοπέλας και της επαρχιωτοπούλας, που με την εντιμότητά της κάνει το όνειρο της πραγματικότητα, σε πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Η Δέσποινα Στυλιανοπούλου γεννήθηκε στις 8 Ιουλίου του 1932 στη Μεσσήνη. Άρχισε να φοιτά στη Νομική Σχολή, επειδή ο πατέρας της ήθελε να γίνει δικηγόρος. Τελικά όμως εκείνη αποφάσισε να ακολουθήσει τον δρόμο της καρδιάς της. Έτσι, σπούδασε φωνητική στο Ελληνικό Ωδείο και θέατρο στη Δραματική Σχολή Δημήτρη Ροντήρη, από την οποία και αποφοίτησε το 1959. Την ίδια χρονιά έκανε το ντεμπούτο της με το Πειραϊκό Θέατρο του Ροντήρη στην τραγωδία «Ηλέκτρα».
Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στον κινηματογράφο το 1961 στην πολεμική ταινία της Έλλης Νεζερίτη «Ξένος της νύχτας», ενώ παράλληλα συμμετείχε με έναν μικρό ρόλο και στην ταινία «Η Αλίκη στο Ναυτικό» του Αλέκου Σακελλάριου. Έκτοτε, αν και εμφανίστηκε σε αρκετά δράματα της εποχής, καθιερώθηκε σε ρόλους κωμικούς. Ο πλέον συνηθισμένος ρόλος της ήταν της επαρχιώτισσας οικιακής βοηθού, που έκανε γλωσσικά λάθη. Έπαιξε δίπλα στους σπουδαιότερους πρωταγωνιστές του κινηματογράφου, σε περισσότερες από 100 ταινίες, κάτι, που όπως είχε πει η ίδια, αποτέλεσε μεγάλο σχολείο.
Παρ’ όλα αυτά, δεν έβγαλε ποτέ πολλά λεφτά, καθώς δεν την εποχή που μεσουρανούσε, όπως είχε δηλώσει, δεν είχαν καν φορέματα και μακιγιέζ. Μερικές από τις ταινίες, που συμμετείχε ή πρωταγωνίστησε η Δέσποινα Στυλιανοπούλου είναι: «Εισπράκτωρ 007» (1966), «Το πιο λαμπρό αστέρι» (1967), «Σαπίλα και αριστοκρατία» (1967), «Πατέρα κάτσε φρόνημα» (1967), «Ο γεροντοκόρος» (1967), «Η χαρτορίχτρα» (1967), «Δημήτρη μου Δημήτρη μου» (1967), «Αχ αυτή η γυναίκα μου» (1967), «Το κορίτσι του λούνα παρκ» (1968), «Ο τρελός τα ‘χει 400» (1968), «Καπετάν Φάντης Μπαστούνι» (1968), «Η αρχόντισσα της κουζίνας» (1969), «Ένας μάγκας στα σαλόνια» (1969), «Ο γίγας της Κυψέλης» (1969), «Φουκαράδες και λεφτάδες» (1970), «Ο νάνος και οι επτά Χιονάτες» (1970), «Η ταξιτζού» (1970), «Ο Μανωλιός ξαναχτυπά» (1971), «Η εφοπλιστίνα» (1971), «Ένα αγόρι αλλιώτικο από τ’ άλλα» (1971), «Η προεδρίνα» (1972), «Δουλικό αμέσου δράσεως» (1972), «Απ’ τα αλώνια στα σαλόνια» (1972) κ.ά.
Η ίδια πετούσε από τη χαρά της, όταν της έδιναν τον ρόλο της υπηρέτριας. Τον λόγο τον είχε εξηγήσει σε παλιότερη συνέντευξή της, αποκαλύπτοντας: «Εάν δεν έκανα τον ρόλο της υπηρέτριας, θα ήμουν δυστυχισμένη. Εγώ τον επέλεξα στην πρώτη μου ταινία. Ήθελαν να κάνω μια σέξι σταρ, με βάλανε σε ένα κρεβάτι και μου λένε γδύσου. Τι να κάνω, να γδυθώ; Σηκώθηκα, ντύθηκα κι έφυγα. Και τους λέω ότι θέλω να κάνω τον ρόλο της υπηρέτριας. Ήμουν φοιτήτρια της Νομικής σχολής και αριστούχος της δραματικής σχολής».
Στο θέατρο, η Δέσποινα Στυλιανοπούλου διακρίθηκε ιδιαίτερα σε έργα πρόζας, αλλά και στην επιθεώρηση. Για πολλά χρόνια επίσης υπήρξε θιασάρχης στο θέατρο «Αυλαία» του Πειραιά. Στην τηλεόραση, πρώτη εμφάνιση της ήταν το 1974 στην ΕΙΡΤ στη θρυλική σειρά «Λούνα Πάρκ», εν συνεχεία το 1975 συμμετείχε στη «Βασίλισσα Αμαλία».
Το 1983 συμμετείχε στην ΕΡΤ στο «Ιστορία γραμμένη με νότες», ενώ το 1993 τη βρήκε στην ΕΤ2 στους «Νυχτερινούς Ακροβάτες». Η τελευταία εμφάνιση της Δέσποινας Στυλιανοπούλου ήταν στην σειρά του Mega «7 θανάσιμες πεθερές» και συγκεκριμένα στο επεισόδιο με τίτλο «Η Σμυρνιά πεθερά». Το 2003 έκανε έναν ακόμα κωμικό ρόλο, προσφέροντας μοναδικές ατάκες στη σειρά «H Νταντά».
Το 2012 έγραψε την αυτοβιογραφία της με τον τίτλο «Ηθοποιός Αμέσου Δράσεως», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Τετράγωνο. Το 1967 θεωρήθηκε από πολλούς καλλιτεχνικούς κύκλους ως «έτος Στυλιανοπούλου», επειδή η ίδια είχε συμμετάσχει σε 12 διαφορετικές ταινίες μέσα στη χρονιά. Τον Σεπτέμβριο του 2022 η Δέσποινα Στυλιανοπούλου έδωσε την τελευταία της συνέντευξη στην κάμερα της εκπομπής «Mega Καλημέρα» και τη δημοσιογράφο Χριστίνα Πατσιώκα. Τότε, είχε αναφερθεί στον θάνατο της μητέρας της και στη φιλία της με την Αλίκη Βουγιουκλάκη.
«Έβαφα μωβ το χολ, πένθιμο, όταν έχασα τη μητέρα μου. Με πήραν να δουλέψω στο «Ρεξ» κι εκεί γνώρισα την Αλίκη. Ήμουν μέχρι την τελευταία στιγμή με την Αλίκη. Μου έσφιξε το χέρι και μου είπε: «Γιατί να πεθάνω; Θέλω να πάω στο Θεολόγο», είχε αναφέρει τότε. Η Δέσποινα Στυλιανοπούλου δεν θεωρούσε τον εαυτό της μεγάλη σταρ, συνήθιζε να λέει πως είναι «λίγο σταρ», ενώ δημόσια είχε παραδεχτεί πως στην προσωπική της ζωή έκανε άστοχες επιλογές.
Παντρεύτηκε μια φορά το 1976 τον τραγουδιστή Χρήστο Μήλα, με τον οποίο γνωρίστηκαν στο κέντρο που εκείνος δούλευε το 1970. Ο γάμος τους διήρκησε μόνο μια μέρα. Την επόμενη χρονιά όμως, ξανασυναντήθηκαν και αποφάσισαν να ξαναπαντρευτούν. Ο Μήλας της είπε τότε ότι θα φύγει για το Λονδίνο για να προετοιμάσει τον γάμο τους. Τελικά, μια μέρα και ενώ εκείνη τον περίμενε, απλώς της τηλεφώνησε για να της πει ότι αποφάσισε να παντρευτεί με άλλη γυναίκα και πως η ίδια ήταν καλεσμένη στην τελετή, αν το ήθελε. Αυτό το σοκ, αλλά και τα συναισθήματά της για τον «έρωτα της ζωής της», όπως αποκαλούσε τον Μήλα, δεν μπόρεσε να τα ξεπεράσει ποτέ.
Στην αυτοβιογραφία της, η Δέσποινα Στυλιανοπούλου αναφέρεται όμως και στη σχέση που είχε με τον σκηνοθέτη Κώστα Καραγιάννη, ο οποίος της είχε κρύψει ότι ήταν παντρεμένος με παιδιά. «Μέσα σε ένα παλιό αυτοκίνητο, με μια κουβέρτα στα πόδια για να έχουμε ζεστασιά και τρώγοντας πασατέμπο, διαβάζαμε σενάρια και τα διορθώναμε, μέχρι που κατάφερε ό,τι ήθελε και το όνομά του γράφτηκε με μεγάλα γράμματα. Μια γυναίκα μπορεί να ανεβάσει έναν άντρα ψηλά. Εγώ, όμως, που τον σήκωσα ψηλά έμελλε να δω άλλες ν’ απολαμβάνουν τη δόξα του», γράφει χαρακτηριστικά η αγαπημένη ηθοποιός.
Άλλη μεγάλη της πληγή ήταν το γεγονός πως δεν έκανε παιδιά, παρόλο που ήθελε πολύ, κι αυτό, όπως έλεγε, «ήταν το μαράζι της». «Αν υπήρχε αγάπη και συμπληρωνόταν η οικογένεια μ’ ένα παιδί, θα εγκατέλειπα τη δουλειά. Αλλά αυτή η αγάπη που τόσο ήθελα δεν ήρθε ποτέ», είχε εξομολογηθεί στο παρελθόν. Το πρόβλημά της, όπως διαπίστωσαν πολλοί γιατροί, ήταν κατά βάση ψυχολογικό, επειδή μικρή είχε δει την κηδεία μιας μητέρας με το παιδί της.
Μετάνιωνε όμως πάντα που δεν μπήκε στη διαδικασία της υιοθεσίας, γιατί εκείνη την εποχή θεωρούταν θέμα ταμπού. Ευτυχώς είχε ανίψια, τα οποία υπεραγαπούσε και ήταν στο πλευρό της έως το τέλος. Στις συνεντεύξεις της, η Δέσποινα Στυλιανοπούλου δήλωνε ότι δεν φοβάται τον θάνατο και ότι αισθανόταν πλήρης από τη ζωή που έζησε. «Είναι μια διαδικασία που θα έρθει για όλους μας. Ό,τι ζει, πεθαίνει. Απλά, θέλω να αφήσω πίσω μου ένα καλό όνομα και ο κόσμος να χαίρεται, όταν βλέπει τις ταινίες που παίζω»: αυτό έλεγε ήταν πως ήταν το όνειρό της και όπως απέδειξε η Ιστορία, η ευχή της έγινε πραγματικότητα, αφού τόσο οι συνάδελφοί της και οι δικοί της άνθρωποι, όσο και το κοινό που την ακολουθούσε δεκαετίες, θα τη θυμούνται με αγάπη.