12.5.24

Μανώλης Ρασούλης (1945-2011)

Ερμηνευτής, συνθέτης, συγγραφέας, τραγουδοποιός, με δεκάδες αγαπημένα τραγούδια και εκατοντάδες άρθρα, ο Μανώλης Ρασούλης έχει χαρακτηριστεί ένας από τους καλύτερους στιχουργούς της Ελλάδας. Τα εμβληματικά τραγούδια του στιχουργού και συνθέτη Μανώλη Ρασούλη έχουν ερμηνευθεί από σπουδαίους καλλιτέχνες και πολλά από αυτά διαμόρφωσαν μουσικά την εποχή τους. Υπήρξε ένας ανήσυχος άνθρωπος αλλά και φωτεινός, που σε όλη του τη ζωή αναζητούσε, αγαπούσε και δημιουργούσε. Στίχους του έχουν μελοποιήσει, μεταξύ άλλων, οι Μάνος Λοΐζος, Σταύρος Κουγιουμτζής, Νίκος Ξυδάκης, Πέτρος Βαγιόπουλος, Σωκράτης Μάλαμας και Χρήστος Νικολόπουλος.

Έχει μια κόρη, τη Ναταλία Ρασούλη, τραγουδίστρια, μουσικό και τραγουδοποιό. Ο Μανώλης Ρασούλης πέθανε από έμφραγμα στις 5 Μαρτίου 2011 στην Θεσσαλονίκη και βρέθηκε νεκρός στο διαμέρισμά του μετά από αρκετές μέρες. Την αυτοβιογραφία του ολοκλήρωσε η κόρη του Ναταλία Ρασούλη. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ιανός» (2012) με τον τίτλο «Βερβελίδες της Αμάλθειας-Αναφορά στον Χόμο Σάπιενς». Ο Μανώλης Ρασούλης γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης στις 28 Σεπτεμβρίου 1945. Στην Κρήτη έζησε τα παιδικά του χρόνια, αποφοίτησε από το γυμνάσιο και το 1965, βρέθηκε στην Αθήνα όπου ξεκίνησε να σπουδάζει σκηνοθεσία κινηματογράφου.

Ο Μανώλης Ρασούλης γεννήθηκε έχοντας έντονη τη φωτιά της αναζήτησης μέσα του και αυτή δεν έσβησε ούτε λίγο πριν το τέλος της ζωής του. Στην Αθήνα σπουδάζει σκηνοθεσία κινηματογράφου, γράφει ποιήματα, σενάρια, τραγουδάει ερασιτεχνικά στις μπουάτ της Πλάκας, δουλεύει στην εφημερίδα της Αριστεράς «Δημοκρατική Αλλαγή». Εκείνο το διάστημα συνάντησε τον Μάνο Λοΐζο, τον Διονύση Σαββόπουλο, τον Θεόδωρο Αγγελόπουλο και άλλους. Η δράση και οι συναναστροφές του ενόχλησαν το καθεστώς και στις 21 Απριλίου του 1967 συνελήφθη στα γραφεία της εφημερίδας όπου εργαζόταν, ωστόσο σύντομα αφέθηκε ελεύθερος, καθώς δεν βρέθηκαν στοιχεία εναντίον του.

Αμέσως μετά την απελευθέρωσή του, ο Μανώλης Ρασούλης βρέθηκε στο Λονδίνο όπου και θα μείνει έξι χρόνια. Εκεί κάνει δουλειές του ποδαριού για να ζήσει και παράλληλα συνέχισε να αγωνίζεται για τις ιδέες του. Σε λιγότερο από ένα χρόνο, βρέθηκε στη Γαλλία και συμμετείχε στην εξέγερση του ’68 στο Παρίσι. Συμμετείχε ενεργά στις φοιτητικές διαμαρτυρίες, ξυλοκοπήθηκε και νοσηλεύτηκε. Στο Παρίσι μια αφίσα του Τρότσκι έγινε η αιτία της ένταξής του στο Τροτσκιστικό κίνημα με την επιστροφή του στο Λονδίνο. Έτσι γνωρίστηκε με την σταρ Βανέσα Ρέντγκρεϊβ, ενεργό στέλεχος του κινήματος.

Το 1973, ένα χρόνο πριν επιστρέψει στην Ελλάδα, γεννήθηκε η κόρη του Ναταλία. Μετά την πτώση της Χούντας το 1974, ο Μανώλης Ρασούλης, επέστρεψε στην Ελλάδα και ξεκίνησε να εργάζεται στα ναυπηγεία Ανδρεάδη στο Πέραμα, όπου κινδυνεύοντας να σκοτωθεί καθημερινά μπαίνει στην απεργιακή επιτροπή και πρωτοστατεί στο εργατικό κίνημα. Εκείνη την περίοδο ερμήνευσε το τραγούδι του Μάνου Λοΐζου, «Ένα πουλί θαλασσινό» και λίγο αργότερα συναντήθηκε με τον μουσικό Νίκο Ξυδάκη. Το 1978 τον καλεί ο Μάνος Λοΐζος να συμμετέχει με την ερμηνεία του στο δίσκο «Τα νέγρικα» μαζί με τη Μαρία Φαραντούρη.

Την ίδια χρονιά ο Ρασούλης κάνει την παρθενική στιχουργική του εμφάνιση με το δίσκο σταθμό «Η εκδίκηση της γυφτιάς» σε μουσική του Νίκου Ξυδάκη και τραγούδια μοναδικά ερμηνευμένα από τον Νίκο Παπάζογλου. Ο Μανώλης Ρασούλης στα χρόνια που ακολούθησαν συνεργάστηκε με πλήθος εξαιρετικών μουσικών. Έγραψε εκπληκτικούς, ποιητικούς στίχους που μιλούσαν στην καρδιά του κόσμου. Μαζί με τον Μάνο Λοΐζο, τον Νίκο Ξυδάκη, τον Νίκο Παπάζογλου και άλλους πολλούς, δημιούργησαν τραγούδια διαχρονικά, ελληνικά και παγκόσμια με τις φωνές της Χαρούλας Αλεξίου, του Νίκου Παπάζογλου, του Σωκράτη Μάλαμα, της Μαρίας Δημητριάδη και άλλων πολλών: «Όλα σε θυμίζουν», «Στη ρωγμή του χρόνου», «Οι νταλίκες», «Πότε Βούδας, πότε Κούδας», είναι ελάχιστα μόνο από τα πιο γνωστά τραγούδια.

Η Χάρις Αλεξίου έχει πει: «Τα τραγούδια του Ρασούλη μου έδωσαν ταυτότητα». Η εκδοτική προσπάθεια του Ρασούλη ξεκίνησε μαζί με τη σύντροφο του, Βάσω Αλλαγιάννη στα τέλη της δεκαετίας του ‘70. Ήτανε ένα φιλοσοφικοκοινωνικοπολιτικό περιοδικό που το αγκάλιασε και το υποστήριξε πάρα πολύς κόσμος. Το πρώτο τεύχος βγήκε το 1979, σε μια εποχή που όπως έχει παραδεχτεί η Βάσω Αλλαγιάννη δεν κατάφερναν να πληρώσουν ούτε το νοίκι τους. Το μόνο που ήθελαν ήταν να βγάζουν «Το Αυγό». Ο αιρετικός του λόγος στο περιοδικό «Αυγό», που εξέδιδε από τα τέλη της δεκαετίας του ’70, ήταν η αιτία να βρεθεί στο στόχαστρο της Ασφάλειας ως αναρχικός.

Τυπώνει τα τρία πρώτα του βιβλία: «Η μπαλάντα του Ισαάκ», έπεται το βιβλίο με διηγήματα «Μεγάλος ήρωας σε μικρή χαρτοσακούλα» και ένα ανάμεικτο με διηγήματα και ποιήματα «κβο βαντις στατους κβο». Τα διηγήματα του Μανώλη Ρασούλη τα άρθρα και όλα του τα κείμενα στα βιβλία του δείχνουν τι άνθρωπος ήταν. Παρακολουθούσε, παρατηρούσε και ενημερωνόταν για όσα συνέβαιναν στη χώρα και στον κόσμο. Οι σκέψεις του και οι απόψεις του πολλές φορές ενόχλησαν. Κατηγορήθηκε πολλάκις ως αναρχικός και επικίνδυνος. Έφτασαν στο σημείο να τον κατηγορήσουν ως τρομοκράτη, λέγοντας πως είναι ο εγκέφαλος της τρομοκρατικής οργάνωσης «17 Νοέμβρη».

Το 2018, εφτά χρόνια από το θάνατο του σπουδαίου στιχουργού, τραγουδοποιού και συγγραφέα Μανώλη Ρασούλη, η μοναχοκόρη του Ναταλία, είχε μιλήσει για τον αγαπημένο της πατέρα στην Έλενα Κατρίτση. «Ήταν αγαπησιάρης, ιδεολόγος, σαρκαστικός, ερωτικός, τρυφερός. Κατά έναν περίεργο τρόπο, πάντα στα τραγούδια του λυτρώνει. Δεν φωτίζει μόνο το θέμα και μετά να σ’ αφήνει χωρίς λύση. Δίνει την απάντηση». Με στίχο άμεσο, τρυφερό αλλά και ενίοτε εξαιρετικά δηκτικό, άλλαξε το ελληνικό τραγούδι. Ακόμα και όταν έγραφε ερωτικούς στίχους, κατάφερνε να περνά κοινωνικά και πολιτικά μηνύματα και παράλληλα να κάνει τον κόσμο να διασκεδάζει, να χορεύει.

Αντισυμβατικός, ευαίσθητος, γενναιόδωρος αλλά και εκρηκτικός. Ο Μανώλης Ρασούλης ρίσκαρε αλλά ήταν έτοιμος κάθε φορά να πληρώσει το τίμημα. Ήταν μία προσωπικότητα πολυσχιδής, ένα ανυπάκουο και ελεύθερο πνεύμα. Αφοπλιστικά ειλικρινής, Όταν θεωρούσε ότι είχε αδικηθεί, τίποτα δεν τον σταματούσε τίποτα. Επίσης δεν είχε καθόλου καλή σχέση με τα χρήματα καθώς τα έδινε γενναιόδωρα σε όσους είχαν ανάγκη και χωρίς δεύτερη σκέψη. Η συνεργασία του με τον Νίκο Ξυδάκη το 1978 στην «Εκδίκηση της γυφτιάς» με ερμηνευτή τον Νίκο Παπάζογλου, δεν σημείωσε απλά μεγάλη επιτυχία αλλά όπως έλεγαν χαρακτηριστικά «έκανε τους ροκάδες να ακούσουν λαϊκά» και τους «στιχουργούς να τρομάξουν».

Ο δημιουργός του «Αχ, Ελλάδα σ΄ αγαπώ», με συνδημιουργό την Βάσω Αλλαγιάννη πίστευε, όπως λέει η κόρη του, ότι «ο λόγος, ο ελληνικός είναι η μεγάλη δύναμη της χώρας». Το «Αχ Ελλάδα σ’ αγαπώ» είναι ένα τραγούδι που ορισμένοι το χαρακτήρισαν δεύτερο Εθνικό Ύμνο. Η Βάσω Αλλαγιάννη είχε πει για το εμβληματικό τραγούδι και πώς γράφτηκε: «Το γράψαμε στην Κρήτη, περπατώντας στο δρόμο, φράση φράση, κατεβαίνοντας για τον Πλακιά με τα πόδια, έχοντας χάσει πριν από λίγο το λεωφορείο. Ήταν ένας διάλογος. Μια μελωδική φράση εγώ, ένα στίχο εκείνος. Το τραγουδούσε ο Παπάζογλου επί τρία χρόνια στις συναυλίες του και στο τέλος ηχογραφήθηκε στον Λυκαβηττό».

Ο Μανώλης Ρασούλης θαύμαζε και σεβόταν όσους θεωρούσε δασκάλους του, από τον Νίκο Καζαντζάκη και τον Μίκη Θεοδωράκη μέχρι τον Βασίλη Τσιτσάνη και τον Στέλιο Καζαντζίδη. Ο Ρασούλης θεωρούσε το Χατζιδάκι δάσκαλό του. Πολλές φράσεις, οι οποίες υπήρχαν στα κείμενά του, έγιναν στη συνέχεια στίχοι τραγουδιών, όπως το «Πότε Βούδας, πότε Κούδας» που έγινε και η αφορμή να δεχτεί, για άλλη μία φορά, επίθεση από την Εκκλησία.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ «ΑΝΤΙΠΑΛΟΤΗΤΑΣ ΔΥΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ»
To 1979 στο δεύτερο δίσκο της συνεργασίας του με το Νίκο Ξυδάκη, στα «Δήθεν», ο Μανώλης Ρασούλης βάζει τέλος στον θεσμό της «μαγκιάς» και ο Νίκος Παπάζογλου τραγουδά: «Οι μάγκες δεν υπάρχουν πια | τους πάτησε το τρένο, | με μάγκικο σαλπάρανε | με ναργιλέ σβησμένο». Το τραγούδι γίνεται πανελλήνια γνωστό το 1982, όταν η Χάρις Αλεξίου το ξανατραγουδά στο δίσκο της «Η ζωή μου κύκλους κάνει». Οι στίχοι του Ρασούλη προκαλούν την «αντίδραση» του λαϊκού στιχουργού Βασίλη Παπαδόπουλου, ο οποίος το 1984 απαντά με το δικό του τρόπο, ο Τάκης Σούκας γράφει ένα δυνατό ζεϊμπέκικο και το τραγουδά η κατεξοχήν μάγκικη φωνή του τραγουδιού της πίστας, ο Στράτος Διονυσίου: «Ποιος το είπε για τους μάγκες πως χαθήκανε; | ποιος το είπε πως τα τρένα τους πατήσανε; | ποιος το είπε για τους μάγκες πως τη βάψανε, | πως ταξίδεψαν με βάρκα και βουλιάξανε;».