Ο Μαξίμ Γκόρκι (φιλολογικό ψευδώνυμο του Αλεξέι Πεσκόφ) ήταν Ρώσος συγγραφέας, από τις σημαντικότερες λογοτεχνικές φυσιογνωμίες του καιρού του. Με τα διηγήματα, τα μυθιστορήματα και τα θεατρικά έργα του, περιέγραψε τη ζωή της εργατικής τάξης, τόσο τα προεπαναστικά όσο και τα μεταεπαναστικά χρόνια. Η συμπόρευσή του με τους μπολσεβίκους του Λένιν τού χάρισαν τεράστια δημοφιλία σε όλο τον κόσμο, δυσανάλογη με την ποιότητα του έργου του, που δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτό των συγχρόνων του Άντον Τσέχοφ και Λέοντος Τολστόι.
Ο Γκόρκι έθεσε τις βάσεις του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, που αποτέλεσε το επίσημο λογοτεχνικό δόγμα της Σοβιετικής Ένωσης. Ο Αλεξέι Μαξίμοβιτς Πεσκόφ γεννήθηκε στις 16 Μαρτίου 1868 στο Νίζνι Νόβγκοροντ (από το 1932 έως το 1990 ονομαζόταν Γκόρκι προς τιμήν του) της τότε Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Έμεινε ορφανός αρκετά νωρίς και ανατράφηκε από τη γιαγιά και τον παππού του. Δεν φοίτησε σε σχολείο ούτε έναν ολόκληρο χρόνο. Από εννιά χρονών άρχισε να δουλεύει, ασκώντας πολλά και διάφορα επαγγέλματα. Δούλεψε σε τσαγκαράδικο, υπηρέτης σε σπίτι, σε πλοίο, σε μαγειρείο, σε εργοστάσιο, στο σιδηρόδρομο, έγινε μικροπωλητής κι εκφορτωτής.
Γνώρισε όλη την κακία, τη δυστυχία και την αθλιότητα του κόσμου. Στις ατέλειωτες περιπλανήσεις του μορφώθηκε μόνος του και σπούδασε καλά τη λαϊκή ψυχή. Την τεράστια πείρα των ανθρώπων και της ζωής που απέκτησε, τη χρησιμοποίησε ήδη από τα πρώτα του έργα. Η πίκρα που του άφησαν αυτά τα χρόνια τον ώθησαν να υιοθετήσει αργότερα ως λογοτεχνικό ψευδώνυμο το επίθετο Γκόρκι (πικρός). Πρωτοεμφανίστηκε στα ρωσικά γράμματα το 1892 με τη νουβέλα «Μακάρ Τσουντρά». Όταν όμως ένα από τα μεγαλύτερα περιοδικά της Πετρούπολης δημοσίευσε το διήγημα «Τσελκάς» (1895) με ήρωα έναν κλέφτη του λιμανιού, ξεκίνησε μία εκπληκτική σταδιοδρομία που δεν είχε όμοιό της στα χρονικά των ρωσικών γραμμάτων.
Με γραφή άμεση και δυνατή, αφήγηση πολύ παραστατική, συνδυάζει στοιχεία του ρομαντισμού και του ρεαλισμού. Είναι ένα από τα δημοφιλέστερα έργα του μέχρι σήμερα. Η επιτυχία του συνεχίστηκε το 1899 με το διήγημα «26 άνδρες και μια γυναίκα», που περιγράφει τις σκληρές συνθήκες δουλειάς σ’ ένα φούρνο και το πρώτο του μυθιστόρημα «Φομά Γκορντέγιεφ» είναι και αυτό ένας ύμνος στην ανθρώπινη δύναμη. Το μετέφερε στον κινηματογράφο το 1957 ο σοβιετικός σκηνοθέτης Μαρκ Ντονσκόι. Το πιο γνωστό και δημοφιλές έργο του είναι το μυθιστόρημα «Η Μάνα» (1906). Είναι ίσως το μοναδικό μεγάλο έργο του που είναι αφιερωμένο στο ρωσικό επαναστατικό κίνημα. Το μυθιστόρημα δημοσιεύθηκε αρχικά στα αγγλικά και αργότερα μεταφράστηκε στα ρωσικά.
Η «Μάνα» είναι η Πελαγία Νίλοβνα, μία δυστυχισμένη γυναίκα με άνδρα μέθυσο και γιο κακοποιό, που η μόνη της παρηγοριά είναι η θρησκευτική της πίστη. Ο σύζυγός της πεθαίνει και ο γιος της Πάβελ μεταστρέφεται από κακοποιό σε σοσιαλιστικό πρότυπο. Ο Πάβελ συλλαμβάνεται την ημέρα της Πρωτομαγιάς για τη μεταφορά ενός απαγορευμένου πανό. Αν και συνεχίζει να πιστεύει στα λόγια του Χριστού, η Πελαγία ενώνεται με τους επαναστάτες και προδίδεται από έναν κατάσκοπο της αστυνομίας. Ο Γκόρκι βασίστηκε για να πλάσει τον χαρακτήρα της σ’ ένα πραγματικό πρόσωπο, την Άννα Ζαλόμοβα, η οποία είχε ταξιδέψει στη χώρα διανέμοντας επαναστατικά φυλλάδια μετά τη σύλληψη του γιου της κατά τη διάρκεια μιας διαδήλωσης.
Με βάση το μυθιστόρημα του Γκόρκι, ο σοβιετικός (Ρώσος) σκηνοθέτης Βσέβολοντ Πουντόβκιν γύρισε το 1926 μία αριστουργηματική βουβή ταινία και ο Μπέρτολτ Μπρεχτ έγραψε το ομώνυμο θεατρικό του έργο (1930-1931), συμβάλλοντας έτσι στη διαιώνιση της επιτυχία του έργου του Γκόρκι. Παράλληλα με τα μυθιστορήματα, ο Γκόρκι έγραψε και μία σειρά θεατρικών έργων («Στο βυθό», «Βάσια Ζελέζνοβα», «Οι παραθεριστές», « Οι εχθροί», «Οι μικροαστοί» κ.ά.). Το πιο γνωστό απ’ αυτά, «Στο βυθό» (1902), είναι η σκηνική παρουσίαση του ανέστιου αλήτη, που ο Γκόρκι είχε ήδη περιγράψει τόσο διεξοδικά στα πεζά του.
Το έργο μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από σκηνοθέτες του διαμετρήματος ενός Ζαν Ρενουάρ (1936) και ενός Ακίρα Κουροσάβα (1957). Στις αρχές του 20ου αιώνα, έχοντας ασπαστεί τις μαρξιστικές ιδέες, άρχισε να υποστηρίζει το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Ρωσίας και μετά τη διάσπασή του το 1903 τάχθηκε με τους Μπολσεβίκους του Λένιν, με τον οποίο δεν είχε και τις καλύτερες σχέσεις. Το 1901 συνελήφθη από την αστυνομία του τσαρικού καθεστώτος για ένα ποίημά του που θεωρήθηκε επαναστατικό, αλλά σύντομα αφέθηκε ελεύθερος. Τον επόμενο χρόνο έγινε μέλος της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών, αλλά σύντομα η εκλογή του ακυρώθηκε για πολιτικούς λόγους, με αποτέλεσμα να υποβάλει την παραίτησή του σε ένδειξη διαμαρτυρίας ο Άντον Τσέχοφ.
Ο Γκόρκι αναμίχθηκε ενεργά στην Επανάσταση του 1905 και τον επόμενο χρόνο συνελήφθη, αλλά σύντομα απελευθερώθηκε και κατέφυγε στο Κάπρι της Ιταλίας, το οποίο έγινε το κέντρο των αντικαθεστωτικών Ρώσων διανοουμένων. Όταν ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος συντάχθηκε με τους μπολσεβίκους, που αντιτάσσονταν στη συμμετοχή της Ρωσίας σ’ αυτόν, αλλά το 1917 αντιτάχθηκε στην κατάληψη της εξουσίας από τον Λένιν και τους συντρόφους του. Έφτασε μάλιστα στο σημείο να καταγγείλει τις δικτατορικές μεθόδους του Λένιν από τις στήλες της εφημερίδας «Νόβαγια Ζιζν» («Νέα Ζωή»). Οι καταγγελίες του συνεχίστηκαν μέχρι τον Ιούλιο του 1918, οπότε παρενέβη και τις έκοψε η λογοκρισία κατ’ εντολήν του Λένιν.
Από το 1919 και ύστερα, ο Γκόρκι συνεργάστηκε με τη σοβιετική κυβέρνηση και επικεντρώθηκε στη βελτίωση των συνθηκών εργασίας των συναδέλφων του συγγραφέων. Ένα από τα καλύτερα έργα του είναι η αυτοβιογραφική τριλογία «Παιδικά χρόνια» (1914), «Στα ξένα χέρια» (1916) και «Τα πανεπιστήμιά μου» (1923). Ο τελευταίος τίτλος είναι ειρωνικός, αφού το μοναδικό πανεπιστήμιο του Γκόρκι ήταν η ίδια η ζωή και το νεανικό του όνειρο να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο του Καζάν δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Το εκτεταμένο αυτό έργο είναι μία από τις καλύτερες αυτοβιογραφίες της ρωσικής λογοτεχνίας.
Από το 1921 ζούσε στο Σορέντο της Ιταλίας και πραγματοποιούσε ταξίδια στη Γερμανία. Στη Σοβιετική Ένωση επέστρεψε οριστικά το 1928, που συμπίπτει με την άνοδο στην εξουσία του Στάλιν. Ο Γκόρκι συντάχθηκε αμέσως με τη νέα κατάσταση και το 1934 έγινε ο πρώτος πρόεδρος της νεοσύστατης Ένωσης Σοβιετικών Συγγραφέων, συμβάλλοντας από τη θέση του αυτή στη θεμελίωση του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, που επιβλήθηκε τότε σε όλους τους συγγραφείς της Σοβιετικής Ένωσης και τους ανάγκασε, θέλοντας και μη, να γίνουν καθαροί πολιτικοί προπαγανδιστές. Από τα έργα του εκείνης της περιόδου ξεχωρίζουν η «Υπόθεση Αρταμόνοφ» (1925), που δείχνει ότι εξακολουθεί να τον ενδιαφέρει η άνοδος και η πτώση τού προεπαναστατικού ρωσικού καπιταλισμού και το πλέον φιλόδοξο έργο του «Η ζωή του Κλιμ Σαμγκίν» (1927-1936), μία τετραλογία με την οποία επιχειρεί τη σκιαγράφηση της ρωσικής ιντελιγκέντσιας την περίοδο 1870-1924.
Ο Μαξίμ Γκόρκι πέθανε στις 18 Ιουνίου 1936 στη Μόσχα, σε ηλικία 68 ετών. Την περίοδο εκείνη βρισκόταν υπό ιατρική παρακολούθηση, επειδή έπασχε από χρόνια φυματίωση και αυτό έδωσε την αφορμή να κυκλοφορήσουν φήμες ότι ήταν θύμα των σταλινικών εκκαθαρίσεων, που βρίσκονταν τότε στην κορύφωσή τους.