Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ο Ιγκόρ Στραβίνσκι ερωτήθηκε από ένα φρουρό των γαλλικών συνόρων τι επαγγελλόταν. «Είμαι εφευρέτης μουσικής» απάντησε. Η απάντηση ήταν χαρακτηριστική του Ρώσου συνθέτη: πεζή, βέβαιη και διόλου ρομαντική. Ο Στραβίνσκι επίσης αρνούνταν επίμονα πως η έμπνευση ενός συνθέτη προέρχεται από κάποια θεϊκή παρέμβαση η δική του έμπνευση προερχόταν από τις ανάγκες των επόμενων αναθέσεών του. Με την ιδιόρρυθμη γοητεία του ο Στραβίνσκι προξενούσε έκπληξη και περιέργεια στον περίγυρό του.
Οι αντιθέσεις του προκαλούσαν δέος. Παρ’ όλη τη νευρικότητά του η ικανότητά του να ελκύει τους γύρω του ήταν χαρισματική. Είχε πολλούς φίλους αλλά και κόλακες, οι βασικοί του φίλοι υπήρξαν οι συνθέτες Κλοντ Ντεμπισί και Μορίς Ραβέλ, ο Πάμπλο Πικάσο, ο Βασλάβ Νιζίνσκι και ο Ζαν Κοκτό. Ο Στραβίνσκι στη ζωή του μετακινήθηκε πολύ, από τη Ρωσία όπου ζούσε ως το 1914 στην Ελβετία (1914-1920), ύστερα στη Γαλλία (1920-1939) και τέλος στις Ηνωμένες Πολιτείες (1939 ως τον θάνατό του).
Σύμφωνα με τον ίδιο, σε κανένα από αυτά τα σπίτια δεν μπορούσε να ησυχάσει τη νύχτα αν δεν έκαιγε ένα φως έξω από την πόρτα του. Με αυτόν τον τρόπο τον έπαιρνε ο ύπνος στην Αγία Πετρούπολη, όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Ο Ιγκόρ Στραβίνσκι γεννήθηκε στο Οράνιενμπαουμ, κοντά στην Πετρούπολη. Ήταν ο τρίτος από του τέσσερις γιους των Άννα Κολοντόφσκι και Φιόντορ Ιγκνιάτιεβιτς Στραβίνσκι. Ο πατέρας του ήταν η κύρια μπάσα φωνή της Αυτοκρατορικής Όπερας της Αγίας Πετρούπολης.
Η μουσική μόρφωση του Στραβίνσκι ξεκίνησε στο πλευρό του μεγάλου Ρώσου συνθέτη Νικολάι Ρίμσκι Κόρσακοφ. Κάτω από την επίβλεψή του ο νεαρός συνθέτης συνέθεσε τα πρώτα του ορχηστικά κομμάτια, μια συμφωνία και μια σουίτα. Το 1908 ο Στραβίνσκι ταχυδρόμησε στον δάσκαλό του την παρτιτούρα ενός καινούργιου ορχηστικού κομματιού, τα «Πυροτεχνήματα». Το πακέτο επιστράφηκε στον αποστολέα συνοδευόμενο από ένα σημείωμα. «Δεν παραδόθηκε λόγω θανάτου του αποδέκτη». Η επίσημη εκπαίδευση του συνθέτη είχε λάβει τέλος.
Ανάμεσα στις πρώτες συνθέσεις του Στραβίνσκι, γραμμένες κάτω από το βλέμμα του μοναδικού του δασκάλου, και τις συνθέσεις ενός ώριμου άνδρα μεσολάβησαν περίπου εκατό δημιουργίες: συμφωνίες, κοντσέρτα, κομμάτια δωματίου, τραγούδια, σονάτες πιάνου, όπερες και κυρίως μπαλέτα. Η επιρροή αυτών των δημιουργιών ήταν εμβριθής. Αμέσως μετά τον χαμό του δασκάλου του ο Ιγκόρ Στραβίνσκι στράφηκε προς τη μουσική ψυχοσύνθεση των Γάλλων ιμπρεσιονιστών Κλοντ Ντεμπισί και Μορίς Ραβέλ, ενώ παράλληλα διατήρησε την εθνικιστική του αντίληψη.
Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα τα μουσικά κομμάτια «Πυροτεχνήματα», «Ο Φαύνος και η Βοσκοπούλα» και το μπαλέτο «Πουλί της Φωτιάς». Η πρωτοτυπία του έργου «Πουλί της Φωτιάς», ως προς τα νέα μουσικά του στοιχεία που έδιναν έμφαση στους ανόμοιους και στακάτους ήχους, οδήγησε σε δύο νέες συνθέσεις για τα ρωσικά μπαλέτα Ντιάγκιλεφ, το μπαλέτο «Πετρούσκα» και το μπαλέτο «Ιεροτελεστία της Ανοιξης», τα οποία αποτέλεσαν ορόσημα της μουσικής του 20ού αιώνα. Με το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ο Στραβίνσκι συνέθεσε την «Ιστορία του Στρατιώτη» και το «Τανγκό».
Μεταξύ των δύο μεγάλων πολέμων, ο Ιγκόρ Στραβίνσκι υπήρξε ο πιο σημαντικός μοντέρνος συνθέτης, κυρίως στη Γαλλία και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο συνθέτης πέθανε σε ηλικία ογδόντα οκτώ χρόνων, στο νεοαποκτηθέν διαμέρισμά του, στο νούμερο 920 της Πέμπτης Λεωφόρου της Νέας Υόρκης, από καρδιακή προσβολή. Η κηδεία του έγινε στη Βενετία και όχι στη Νέα Υόρκη, στη «ρωσική γωνία» του νεκροταφείου του Σαν Μισέλ. Ο συνθέτης εξέφραζε πάντα μια συμπάθεια προς την ιταλική πόλη, όπου πρωτοπαρουσιάστηκαν μερικές από τις πιο σημαντικές του δημιουργίες.
Στην ίδια γωνία βρίσκεται θαμμένος και ο Ρώσος ιμπρεσάριος του μπαλέτου Σεργκέι Ντιάγκιλεφ, ο οποίος στις 29 Μαΐου του 1913 επιμελήθηκε την αρχική παραγωγή της «Ιεροτελεστίας της Ανοιξης», δίνοντας με αυτόν τον τρόπο την ευκαιρία στον Στραβίνσκι να μεγαλουργήσει.