10.5.24

Κλοντ Ντεμπισί (1862-1918)

Ο Κλοντ Ντεμπισί ήταν Γάλλος συνθέτης, που άνοιξε νέους δρόμους στη μουσική, πάνω στους οποίους βάδισαν πολλοί μεταγενέστεροι συνθέτες (Βέμπερν, Μεσιάν, Μπουλέζ κ.ά.). Ανέπτυξε ένα εξαιρετικά πρωτότυπο σύστημα αρμονίας και μουσικής δομής, εκφράζοντας με τον καλύτερο τρόπο τα ιδανικά στα οποία προσέβλεπαν οι ιμπρεσιονιστές και συμβολιστές ζωγράφοι και συγγραφείς της εποχής του. Εξ αυτού του λόγου, οι μουσικολόγοι τον εντάσσουν στο κίνημα του μουσικού ιμπρεσιονισμού, αν και ο ίδιος απέρριπτε αυτή την προσέγγιση. Με τον Ντεμπισί τελειώνει ο μουσικός ρομαντισμός του 19ου αιώνα και αρχίζει η σύγχρονη μουσική του 20ου αιώνα.

Κορυφαία έργα του θεωρούνται το «Φεγγαρόφωτο» («Clair de Lune») από τη «Σουίτα Μπεργκαμάσκ» («Suite bergamasque», 1890-1905), το «Πρελούδιο στο απομεσήμερο ενός φαύνου» («Prélude à l'après-midi d'un faune», 1894), η όπερα «Πελλέας και Μελισάνθη» («Pelléas et Mélisande», 1902) και «Η Θάλασσα» («La mer», 1905). Ο Ασίλ-Κλοντ (Αχιλλέας-Κλαύδιος) Ντεμπισί γεννήθηκε στις 22 Αυγούστου 1862, σ’ ένα φτωχικό προάστιο του Παρισιού, το Σεν-Ζερμέν-Αν-Λε και ήταν το μεγαλύτερο από τα πέντε παιδιά του καταστηματάρχη ειδών κεραμικής Μανιέλ-Ασίλ Ντεμπισί και της μοδίστρας Βικτορίν Μανουρί.

Ήδη από τα εννιά του χρόνια έδειξε το χάρισμά του ως πιανίστας με δασκάλα μια αριστοκράτισσα, ονόματι Μαρί Μοτέ ντε λα Φλερβίλ, που ισχυριζόταν ότι ήταν μαθήτρια του Σοπέν. Το 1873 έγινε δεκτός στο Ωδείο του Παρισιού, όπου φοίτησε για 11 χρόνια. Μελέτησε πιάνο και σύνθεση και το 1884, χρονιά της αποφοίτησής του, κέρδισε μία σπουδαία διάκριση, το Μεγάλο Βραβείο της Ρώμης με την καντάτα «Ο άσωτος υιός» («L'enfant prodigue»). Κατά τη διάρκεια των σπουδών του βρέθηκε αναπάντεχα υπό την προστασία της πάμπλουτης Ρωσίδας Ναντέζντα φον Μεκ (γνωστή από τις χορηγίες της στον Τσαϊκόφσκι), η οποία τον προσέλαβε για να παίζει ντουέτο με την ίδια και τα παιδιά της.

Μαζί της ταξίδεψε σ’ όλη την Ευρώπη, επισκέφθηκε το Μπαϊρόιτ, γοητεύτηκε από το έργο του Βάγκνερ και κατά τη σύντομη παραμονή του στη Ρωσία γνώρισε τη μουσική των συνθετών Μουσόργκσκι και Μποροντίν, που αποτέλεσε πηγή έμπνευσης γι’ αυτόν. Κατά την ίδια περίοδο ερωτεύθηκε στο Παρίσι την τραγουδίστρια Μαρί-Μπλανς Βανιέ, την όμορφη νεαρή σύζυγο ενός αρχιτέκτονα, η οποία ενέπνευσε πολλά από τα πρώιμα έργα του. Η βράβευσή του με το Μεγάλο Βραβείο της Ρώμης, του έδωσε το δικαίωμα μιας τρίχρονης παραμονής στην περίφημη Βίλα των Μεδίκων στη Ρώμη, όπου απερίσπαστος θα μπορούσε να συνθέτει.

Θεωρώντας τη ζωή σ’ αυτό το μεγαλοπρεπές παλάτι βαρετή, δραπέτευσε ύστερα από δύο χρόνια κι επέστρεψε στην αγκαλιά της Βανιέ στο Παρίσι. Το 1889 αποτέλεσε έτος-σταθμό στη μουσική διαδρομή του Κλοντ Ντεμπισί. Η διεθνής έκθεση των Παρισίων του έδωσε την ευκαιρία να έλθει σ’ επαφή με την εξωτική μουσική της Άπω Ανατολής και ιδιαίτερα με τη μουσική γκαμελάν της Ινδονησίας. Τότε πήρε την απόφαση να απομακρυνθεί από την επιρροή του Βάγκνερ και να χαράξει τον δικό του δρόμο. «Ο Βάγκνερ», είχε πει, «ήταν μία υπέροχη δύση που λαθεμένα θεωρήθηκε ανατολή».

Ύστερα από μια σχετικά μποέμικη ζωή, κατά τη διάρκεια της οποίας γνώρισε και συναναστράφηκε με σπουδαία ονόματα της παρισινής καλλιτεχνικής ζωής (Μαλαρμέ, Σατί, Σοσόν, Ροντέν, Λουίς, Μετερλίνκ κ.ά.), έφτασε η στιγμή της δικής του καλλιτεχνικής αναγνώρισης. Το 1894 παρουσίασε το συμφωνικό ποίημα «Πρελούδιο στο απομεσήμερο ενός φαύνου», ένα έργο πρωτοποριακό για την εποχή του. Τον επόμενο χρόνο ολοκλήρωσε την όπερα «Πελλέας και Μελισσάνθη», που προκάλεσε αίσθηση, όταν πρωτοπαρουσιάστηκε στο Παρίσι το 1902. Ο ίδιος ο συνθέτης και ο λιμπρετίστας του Μορίς Μετερλίνκ δήλωσαν πως το δημιούργημά τους ήταν «στοιχειωμένο» από την τρομακτική ιστορία του Έντγκαρ Άλαν Πόε «Η πτώση του Οίκου των Άσερ» .

Ο αντίκτυπος των δύο αυτών έργων ήταν μεγάλος και ανέδειξε τον Κλοντ Ντεμπισί ως τον σημαντικότερο Γάλλο συνθέτη των αρχών του 20ού αιώνα. Υπήρξαν όμως και μεγάλες αντιδράσεις από μερίδα κριτικών, που δεν μπόρεσαν να εκτιμήσουν την προωθημένη μουσική του γλώσσα για εκείνη την εποχή. Δημιουργήθηκε τότε ο όρος «Ντεμπισισμός», με θετικό, αλλά και αρνητικό πρόσημο. Το 1899, ύστερα από μια σειρά θυελλωδών ειδυλλίων, ο συνθέτης παντρεύτηκε το μοντέλο Λιλί Τεξιέ, αφού απείλησε να αυτοκτονήσει αν η αγαπημένη του δεν ενέδιδε στην πρότασή του. O γάμος του κατέρρευσε το 1904, όταν γνώρισε την τραγουδίστρια Έμα Μπαρντάκ, σύζυγο πλούσιου τραπεζίτη, την οποία ερωτεύτηκε σφοδρά.

Μόλις το έμαθε η Τεξιέ έκανε απόπειρα αυτοκτονίας, αλλά τελικά επέζησε. Το σκάνδαλο ήταν μεγάλο για το Παρίσι εκείνης της εποχής και με δεδομένη την εγκυμοσύνη της Μπαρντάκ, το «παράνομο» ζευγάρι αναζήτησε καταφύγιο στην Αγγλία. Το 1905 ο Ντεμπισί παρουσίασε ένα από τα πιο σημαντικά έργα του, το συμφωνικό ποίημα «Η Θάλασσα», εμπνευσμένο από τις ιδέες του Γάλλου ζωγράφου Κλοντ Μονέ. Τον ίδιο χρόνο γεννήθηκε η κόρη του Κλοντ-Εμά, την οποία νομιμοποίησε αργότερα, όταν παντρεύτηκε την Μπαρντάκ. Για την κόρη του, που την φώναζε χαϊδευτικά Σουσού, έγραψε τη σουίτα για πιάνο «Παιδική γωνιά» («Children’s Corner», 1908).

Το 1909 ο Κλοντ Ντεμπισί διαγνώστηκε με καρκίνο στο έντερο και οι πρωτοποριακές για την εποχή εγχειρίσεις στις οποίες υποβλήθηκε απλώς του παρέτειναν τη ζωή για μερικά χρόνια. Πέθανε στο σπίτι του στο Παρίσι, στις 25 Μαρτίου 1918, την ώρα που η γαλλική πρωτεύουσα βομβαρδιζόταν από το γερμανικό πυροβολικό, κατά τη διάρκεια του Α ‘ Παγκοσμίου Πολέμου. Κηδεύτηκε σ’ ένα έρημο Παρίσι και δεν του αποδόθηκαν οι τιμές που του άρμοζαν.