Ο Κλαούντιο Αμπάντο (Claudio Abbado, 26 Ιουνίου 1933-20 Ιανουαρίου 2014) ήταν Ιταλός διευθυντής ορχήστρας. Υπήρξε ένας από τους γνωστότερους και πλέον σεβαστούς μαέστρους του 20ού αιώνα, ιδίως για τη μουσική του Γκούσταβ Μάλερ. Διετέλεσε μουσικός διευθυντής της Σκάλας του Μιλάνου, βασικός μαέστρος της Συμφωνικής Ορχήστρας του Λονδίνου, μουσικός διευθυντής της Κρατικής Όπερας της Βιέννης, ιδρυτής και διευθυντής της Ορχήστρας του Φεστιβάλ της Λουκέρνης, μουσικός διευθυντής της Ορχήστρας Νέων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και βασικός μαέστρος της Φιλαρμονικής του Βερολίνου.
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΣΠΟΥΔΕΣ
Η οικογένεια Αμπάντο απολάμβανε επί αρκετές γενεές ευμάρεια και σεβασμό. Ο προπάππους του Κλαούντιο σπατάλησε και τα δύο χαρτοπαίζοντας. Ο γιος του, ο παππούς του Κλαούντιο, έγινε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο, αποκαθιστώντας το οικογενειακό όνομα και δείχνοντας ταλέντο ως ερασιτέχνης μουσικός. Γεννημένος στο Μιλάνο, ο Κλαούντιο Αμπάντο ήταν γιος του επαγγελματία βιολιστή και συνθέτη Μικελάντζελο Αμπάντο, και αδελφός του μουσικού Μαρτσέλο Αμπάντο (γεν. 1926).
Ο πατέρας του, καθηγητής στο Ωδείο του Μιλάνου, ήταν ο πρώτος του δάσκαλος στο πιάνο. Η μητέρα του ήταν επίσης καλή πιανίστρια. Η αδελφή του Κλαούντιο επέδειξε επίσης ταλέντο στη μουσική, αλλά δεν επεδίωξε μουσική σταδιοδρομία μετά τον γάμο της. Ο άλλος αδελφός τους έγινε αργότερα επιτυχημένος αρχιτέκτονας. Η παιδική ηλικία του Αμπάντο χαρακτηρίστηκε από τη ναζιστική κατοχή του Μιλάνου. Η μητέρα του πέρασε ένα διάστημα στη φυλακή επειδή φιλοξένησε ένα Εβραιόπουλο. Αυτή η περίοδος αποκρυστάλλωσε τα αντιφασιστικά πολιτικά του αισθήματα. Ωστόσο, ταυτόχρονα αναπτύχθηκαν και τα μουσικά του ενδιαφέροντα, με την παρακολούθηση παραστάσεων στη Σκάλα του Μιλάνου και ορχηστρικών δοκιμών στην πόλη με μαέστρους όπως οι Αρτούρο Τοσκανίνι και Βίλχελμ Φούρτβενγκλερ.
Αργότερα θυμόταν ότι η κατά καιρούς απότομη συμπεριφορά του Τοσκανίνι προς τους μουσικούς στις πρόβες τον απωθούσε. Διευθυντές ορχήστρας που τον επηρέασαν ως παιδί ήταν επίσης οι Βίκτορ ντε Σάμπατα και Ράφαελ Κούμπελικ. Αλλά αποφάσισε να γίνει ο ίδιος μαέστρος όταν άκουσε τη διεύθυνση του Antonio Guarnieri στα Nocturnes του Ντεμπυσσύ. Σε ηλικία 15 ετών συνάντησε τον Λέοναρντ Μπερνστάιν, ο οποίος σχολίασε: «Έχεις το μάτι για να γίνεις μαέστρος.» Ο Αμπάντο σπούδασε πιάνο, σύνθεση και διεύθυνση ορχήστρας στο Ωδείο του Μιλάνου από όπου απεφοίτησε με πτυχίο πιανίστα το 1955.
Το επόμενο έτος μελέτησε διεύθυνση ορχήστρας με τον Χανς Σβαρόφσκι στην Ακαδημία Μουσικής της Βιέννης μετά από σύσταση του Ζούμπιν Μέτα. Οι Αμπάντο και Μέτα εντάχθηκαν στη χορωδία της Ακαδημίας για να μπορούν να βλέπουν μαέστρους όπως ο Μπρούνο Βάλτερ και Χέρμπερτ φον Κάραγιαν στις πρόβες. Επίσης μαθήτευσε στην Accademia Musicale Chigiana στη Σιένα. Το 1958 ο Αμπάντο έκανε την πρώτη του εμφάνιση ως μαέστρος, στην Τεργέστη. Εκείνο το καλοκαίρι κέρδισε τον διεθνή διαγωνισμό μαέστρων «Serge Koussevitzky», γεγονός που του απέφερε μερικές αναθέσεις όπερας στην Ιταλία.
Το 1959 ο Κλαούντιο Αμπάντο διεύθυνε την πρώτη του όπερα, τη «L’amour des trois oranges» του Προκόφιεφ, στην Τεργέστη. Το επόμενο έτος έκανε το ντεμπούτο του και στη Σκάλα του Μιλάνου. Το 1963 κέρδισε το Βραβείο «Δημήτρης Μητρόπουλος» για μαέστρους, κάτι που του επέτρεψε να εργασθεί επί πεντάμηνο με τη Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης ως βοηθός του Μπερνστάιν. Μια εμφάνιση το 1965 στο Φεστιβάλ RIAS στο Βερολίνο οδήγησε σε μία πρόσκληση από τον Χέρμπερτ φον Κάραγιαν στο Φεστιβάλ του Ζάλτσμπουργκ το επόμενο έτος για συνεργασία με τη Φιλαρμονική της Βιέννης.
Το 1965 διεύθυνε για πρώτη φορά στη Βρετανία, με την Ορχήστρα Hallé, ενώ το 1966 ήρθε και το ντεμπούτο του με τη Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου (LSO). Ο Αμπάντο δίδαξε μουσική δωματίου για τρία χρόνια την ίδια δεκαετία στην Πάρμα. Το 1969 έγινε ο βασικός (κύριος) μαέστρος της Σκάλας του Μιλάνου. Το 1972 έγινε και ο μουσικός διευθυντής της εταιρείας. Κατά τη θητεία του επεξέτεινε την περίοδο της όπερας σε 4 μήνες και εστίασε στο ανέβασμα φθηνών παραστάσεων για τους εργάτες και τους φοιτητές. Εκτός από το κλασικό ρεπερτόριο της όπερας, παρουσίασε σύγχρονες όπερες, όπως τού Λουίτζι Νταλλαπίκκολα και του Λουίτζι Νόνο.
Το 1976 έφερε τη «Σκάλα» στις ΗΠΑ για πρώτη φορά στην πρωτεύουσα Ουάσιγκτον, για τους εορτασμούς των 200 ετών από την αμερικανική ανεξαρτησία. Το 1982 ίδρυσε τη «Φιλαρμονική της Σκάλας» για την εκτέλεση ορχηστρικών έργων. Ο Αμπάντο παρέμεινε στην υπηρεσία της Σκάλας μέχρι το 1986. Στις 7 Οκτωβρίου 1968 ο Αμπάντο έκανε το ντεμπούτο του στη Μετροπόλιταν Όπερα με τον «Δον Κάρλος». Μετά το 1971 άρχισε να συνεργάζεται σε μεγαλύτερο βάθος με τη Φιλαρμονική της Βιέννης, με δύο εμφανίσεις στη γνωστή πρωτοχρονιάτικη συναυλία της, το 1988 και το 1991.
Το 1979 έγινε ο βασικός μαέστρος της Συμφωνικής Ορχήστρας του Λονδίνου, θέση που κατείχε μέχρι το 1987 (από το 1984 ως το 1987 ήταν ταυτόχρονα και ο μουσικός διευθυντής της). Από το 1982 έως το 1985 διετέλεσε βασικός προσκεκλημένος μαέστρος (principal guest conductor) στη Συμφωνική Ορχήστρα του Σικάγου. Το 1986 έγινε Generalmusikdirector της πόλεως της Βιέννης, ενώ παράλληλα ήταν μουσικός διευθυντής της Κρατικής Όπερας της Βιέννης, από το 1986 μέχρι το 1991. Το 1988 ίδρυσε το μουσικό φεστιβάλ «Wien Modern».
ΣΤΗ ΦΙΛΑΡΜΟΝΙΚΗ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ
Η πρώτη φορά που ο Αμπάντο διεύθυνε τη Φιλαρμονική του Βερολίνου ήταν τον Δεκέμβριο του 1966. Μετά από 33 εμφανίσεις ως προσκεκλημένος μαέστρος, το 1989 εκλέχθηκε ως ο αρχιμαέστρος της και καλλιτεχνικός διευθυντής της, διαδεχόμενος τον Χέρμπερτ φον Κάραγιαν. Κατά την εκεί θητεία του, η παρουσία της σύγχρονης μουσικής στο πρόγραμμα της ορχήστρας αυξήθηκε. Το 1992 συμμετέσχε στην ίδρυση του «Berlin Encounters» ενός φεστιβάλ μουσικής δωματίου. Το 1998 ανακοίνωσε την αποχώρησή του από τη Φιλαρμονική του Βερολίνου μετά τη λήξη του συμβολαίου του το 2002.
Πριν την αποχώρησή του, το 2000, ανακοίνωσε ότι είχε προσβληθεί από καρκίνο του στομάχου, γεγονός που οδήγησε στην ακύρωση αρκετών εμφανίσεών του με την ορχήστρα. Μετέπειτα αντιμετώπιση της ασθένειας οδήγησε στην αφαίρεση ενός τμήματος του πεπτικού του συστήματος και ακύρωσε όλες τις δραστηριότητές του για τρεις μήνες το 2001. Το 2004 επέστρεψε για να διευθύνει τη Φιλαρμονική του Βερολίνου στην εκτέλεση της 6ης Συμφωνίας του Μάλερ, που ηχογραφήθηκε ζωντανά για εμπορική κυκλοφορία. Η «Ορχηστρική Ακαδημία» της Φιλαρμονικής του Βερολίνου θεσμοθέτησε το «Claudio Abbado Kompositionspreis» (Βραβείο Συνθέσεως Claudio Abbado) προς τιμή του, το οποίο απονέμεται από το 2006 κάθε τέσσερα χρόνια.
ΙΔΡΥΣΕΙΣ ΝΕΩΝ ΣΧΗΜΑΤΩΝ
Εκτός από το έργο του με καθιερωμένα μουσικά σύνολα, ο Αμπάντο ίδρυσε νέες ορχήστρες, με νεαρούς μουσικούς στους πυρήνες τους. Μεταξύ αυτών είναι η Ορχήστρα Νέων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (αρχικώς «της Ευρωπαϊκής Κοινότητας») το 1978 και η «Gustav Mahler Jugendorchester» το 1988. Ο Αμπάντο συνεργάσθηκε με αμφότερες τακτικά. Αρκετά αργότερα, βοήθησε στην ίδρυση μιας ακόμα, της «Ορχήστρας Μότσαρτ» στη Μπολόνια, το 2004. Εκτός από τη δουλειά του με την Ορχήστρα Νέων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την «Gustav Mahler Jugendorchester», ο Αμπάντο συνεργάσθηκε με τη Συμφωνική Ορχήστρα Σιμόν Μπολιβάρ της Βενεζουέλας.
ΜΟΥΣΙΚΟ ΥΦΟΣ
Ο Κλαούντιο Αμπάντο εκτέλεσε και ηχογράφησε μεγάλη ποικιλία ρομαντικών έργων, ιδίως του Γκούσταβ Μάλερ, του οποίου τις συμφωνίες ηχογράφησε αρκετές φορές. Επίσης ήταν γνωστός για τις εκτελέσεις σύγχρονων έργων, γραμμένων από συνθέτες όπως οι Άρνολντ Σένμπεργκ, Καρλχάιντς Στοκχάουζεν, Τζιάκομο Μαντσόνι, Λουίτζι Νόνο, Μπρούνο Μαντέρνα, Γκιέργκι Λίγκετι, Τζοβάνι Σολλίμα, Φράνκο Ντονατόνι και Τζωρτζ Μπέντζαμιν. Ο Αμπάντο συνήθως μιλούσε πολύ λίγο στις πρόβες. Αυτό αντανακλούσε την προτίμησή του για επικοινωνία με τις κινήσεις του σώματος, των χεριών και των ματιών, και την αντίληψή του ότι στις ορχήστρες δεν άρεσαν οι μαέστροι που μιλούσαν πολύ στην πρόβα.
Κατά την εκτέλεση του έργου, ο Αμπάντο συχνά διεύθυνε από μνήμης, όπως είχε σημειώσει ο ίδιος: «είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε την παρτιτούρα τέλεια και να είμαστε εξοικειωμένοι με τη ζωή, τα έργα και την εποχή του συνθέτη. Αισθάνομαι ασφαλέστερα χωρίς παρτιτούρα. Η επικοινωνία με την ορχήστρα είναι ευκολότερη.» Στις 30 Αυγούστου 2013 ο πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας Τζόρτζιο Ναπολιτάνο διόρισε τον Αμπάντο ισόβιο γερουσιαστή, σε ένδειξη τιμής για τα «εξέχοντα πολιτιστικά επιτεύγματά του». Από τον πρώτο γάμο του το 1956 με την τραγουδίστρια Τζοβάνα Καβατσόνι (Giovanna Cavazzoni), ο Αμπάντο απέκτησε δύο τέκνα, τον Ντανιέλε Αμπάντο (γενν. 1958), που έγινε σκηνοθέτης της όπερας, και την Αλεσσάντρα (γεν. 1959).
Ο πρώτος γάμος του έληξε με διαζύγιο. Από τον δεύτερο γάμο του, με την Γκαμπριέλα Κανταλούπι (Gabriella Cantalupi), απέκτησε έναν ακόμα γιο, τον Σεμπαστιάνο. Επιπλέον, η τετραετής σχέση του με τη Ρωσίδα βιολονίστρια Βικτόρια Μούλοβα είχε ως καρπό το πρώτο παιδί της Μούλοβα, τον Μίσα. Ανεψιός του, γιος του αδελφού του Μαρτσέλο, είναι ο μαέστρος Ρομπέρτο Αμπάντο. Ο Αμπάντο πέθανε στη Μπολόνια στις 20 Ιανουαρίου 2014, σε ηλικία 80 ετών. Μία εβδομάδα αργότερα, ως φόρο τιμής προς τη μνήμη του, η ιδρυθείσα από τον ίδιο «Φιλαρμονική της Σκάλας» εκτέλεσε το αντάτζιο της 3ης Συμφωνίας του Μπετόβεν («Marcia funebre») σε άδειο θέατρο (αλλά μεταδιδόμενο σε πλήθος που είχε συγκεντρωθεί στην πλατεία μπροστά στην όπερα και ζωντανά από τον ιστότοπο της «Σκάλας»). Η σορός του είναι θαμμένη στην Ελβετία.