Η βυζαντινή Ιερά Μονή Καισαριανής, αφιερωμένη στα Εισόδεια της Θεοτόκου, βρίσκεται στο δάσος της Καισαριανής στον Υμηττό και αποτελεί φυλασσόμενο μνημείο του Υπουργείου Πολιτισμού. Χτίστηκε στα τέλη του 11ου με αρχές 12ου αιώνα, πάνω στα ερείπια αρχαίου ιερού της θεάς Δήμητρας, και η ονομασία της προέρχεται είτε από παράφραση της λέξης «σεργιάνι» (περίπατος), που έκαναν οι Αθηναίοι στον Υμηττό είτε από τον ιδρυτή της ή κάποιον ηγούμενο ονόματι Καισάριο ή από την εφέστια εικόνα της Παναγίας που είχε μεταφερθεί από την Καισάρεια της Καππαδοκίας.
H μονή υπήρξε από την ίδρυσή της σταυροπηγιακή και είχε μεγάλη περιουσία λόγω συστηματικής άσκησης της μελισσοκομίας και της καλλιέργειας αμπελιών και ελαιώνων που κατείχε. Την περίοδο της Φραγκοκρατίας εκλατινίστηκε, αλλά αποδόθηκε πάλι στους ορθόδοξους μοναχούς από το σουλτάνο Μωάμεθ τον Πορθητή, καθώς ο ηγούμενός της μεσολάβησε για την αναίμακτη παράδοση της Αθήνας από τους Φλωρεντίνους δούκες Ατσαγιόλι στους Οθωμανούς. Με αυτό τον τρόπο απέκτησε πολλά προνόμια και ανέπτυξε σημαντική πνευματική ακτινοβολία ανακουφίζοντας τους υπόδουλους Αθηναίους.
Ωστόσο, με την πάροδο τον χρόνου, η μονή απέκτησε χρέη και το 1792 υπήχθη στη Μητρόπολη Αθηνών, οπότε άρχισε η παρακμή της. Παρά ταύτα, στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης αποτέλεσε καταφύγιο των αγωνιστών και του άμαχου πληθυσμού. Στην περίοδο της Βαυαροκρατίας το μοναστήρι μετατράπηκε σε γυναικείο ησυχαστήριο έως ότου εγκαταλείφθηκε. Το Καθολικό της μονής, αφιερωμένο στα Εισόδεια της Θεοτόκου, είναι σταυροειδής εγγεγραμμένος ναός με τρούλο.
Ο νάρθηκας και το παρεκκλήσι του Αγίου Αντωνίου αποτελούν προσθήκες της οθωμανικής περιόδου, ενώ ο λουτρώνας της, ένα από τα ελάχιστα σωζόμενα βυζαντινά λουτρά στον ελλαδικό χώρο, μετατράπηκε σε ελαιοτριβείο. Το μοναστηριακό συγκρότημα προστατευόταν από οχυρό περίβολο και περιλάμβανε πτέρυγα κελιών στη νότια πλευρά, τράπεζα, μαγειρείο και αποθηκευτικό χώρο στη δυτική.
Στο κέντρο της νότιας πτέρυγας των κελιών δεσπόζει ο επιβλητικός Πύργος των Μπενιζέλων, της πλούσιας αθηναϊκής οικογένειας (πρόγονοι της Αγίας Φιλοθέης), που είχε στενές σχέσεις με τη μονή και χρηματοδότησε τις τοιχογραφίες του νάρθηκα, τις οποίες φιλοτέχνησε το 1682 ο Πελοποννήσιος ζωγράφος Ιωάννης Ύπατος.
Οι τοιχογραφίες του Καθολικού που σώζονται σήμερα χρονολογούνται στο 18ο αιώνα και συνδέονται με τον σημαντικό Αργείο ζωγράφο Γεώργιο Μάρκου. H παλαιότερη σωζόμενη τοιχογραφία διακρίνεται στο βόρειο τοίχο του παρεκκλησίου του Αγίου Αντωνίου. Πρόκειται. για παράσταση της Θεοτόκου, από σκηνή Δέησης, η οποία θεωρείται έργο του 14ου αιώνα.
Ωστόσο, με την πάροδο τον χρόνου, η μονή απέκτησε χρέη και το 1792 υπήχθη στη Μητρόπολη Αθηνών, οπότε άρχισε η παρακμή της. Παρά ταύτα, στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης αποτέλεσε καταφύγιο των αγωνιστών και του άμαχου πληθυσμού. Στην περίοδο της Βαυαροκρατίας το μοναστήρι μετατράπηκε σε γυναικείο ησυχαστήριο έως ότου εγκαταλείφθηκε. Το Καθολικό της μονής, αφιερωμένο στα Εισόδεια της Θεοτόκου, είναι σταυροειδής εγγεγραμμένος ναός με τρούλο.
Ο νάρθηκας και το παρεκκλήσι του Αγίου Αντωνίου αποτελούν προσθήκες της οθωμανικής περιόδου, ενώ ο λουτρώνας της, ένα από τα ελάχιστα σωζόμενα βυζαντινά λουτρά στον ελλαδικό χώρο, μετατράπηκε σε ελαιοτριβείο. Το μοναστηριακό συγκρότημα προστατευόταν από οχυρό περίβολο και περιλάμβανε πτέρυγα κελιών στη νότια πλευρά, τράπεζα, μαγειρείο και αποθηκευτικό χώρο στη δυτική.
Στο κέντρο της νότιας πτέρυγας των κελιών δεσπόζει ο επιβλητικός Πύργος των Μπενιζέλων, της πλούσιας αθηναϊκής οικογένειας (πρόγονοι της Αγίας Φιλοθέης), που είχε στενές σχέσεις με τη μονή και χρηματοδότησε τις τοιχογραφίες του νάρθηκα, τις οποίες φιλοτέχνησε το 1682 ο Πελοποννήσιος ζωγράφος Ιωάννης Ύπατος.
Οι τοιχογραφίες του Καθολικού που σώζονται σήμερα χρονολογούνται στο 18ο αιώνα και συνδέονται με τον σημαντικό Αργείο ζωγράφο Γεώργιο Μάρκου. H παλαιότερη σωζόμενη τοιχογραφία διακρίνεται στο βόρειο τοίχο του παρεκκλησίου του Αγίου Αντωνίου. Πρόκειται. για παράσταση της Θεοτόκου, από σκηνή Δέησης, η οποία θεωρείται έργο του 14ου αιώνα.