7.7.24

Ευρυτανία: Ιερά Μονή Παναγίας Τατάρνας

Βρίσκεται δυτικά του χωριού Τριπόταμος, σε μια γλώσσα ξηράς που εισχωρεί στη μεγάλη Λίμνη Κρεμαστών. Το ιστορικό μοναστήρι (Παλαιομονάστηρο) και η παλιά μονοκάμαρη γέφυρα δεν υπάρχουν πια. Κατέρρευσαν το 1963 από τους σεισμούς που ακολούθησαν την κατασκευή του φράγματος και τη δημιουργία της λίμνης. Η μονή ιδρύθηκε το 1111 και αναδείχθηκε κατά το 13ο αιώνα με τη βοήθεια της Αγίας Θεοδώρας της Άρτας (1210-1280), συζύγου του δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ B'.

Η ονομασία «Τατάρνα» ή, σωστότερα, «Τετάρνα», η οποία εμφανίζεται για πρώτη φορά το 1556 στο ιδρυτικό του μοναστηριού από τον κτήτορά του, μοναχό Δαβίδ, ίσως έχει βλάχικη ρίζα και δηλώνει τόπο συγκέντρωσης πολλών ανθρώπων ή ζώων. Πάντως στα σερβοκροατικά σημαίνει «τόπος με πλούσια βλάστηση», και μάλλον αυτή είναι και η ορθότερη ετυμολογία. Το 1556 ο Οικουμενικός Πατριάρχης Διονύσιος B' (1546-1556) ανακήρυξε την Τατάρνα σταυροπηγιακή και πατριαρχική με σιγίλιο το οποίο σώζεται και στο οποίο η μονή ονομάζεται «Παναγία Φανερωμένη».

Η σταυροπηγιακή αξία της επιβεβαιώθηκε και το 1676. Ο 17ος αιώνας ήταν η εποχή της μεγάλης ακμής της, με πολλά μετόχια στο Αγρίνιο, στη Θεσσαλονίκη, στην Πόλη και στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, ενώ και n Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας χάρισε την εύνοιά της στο μοναστήρι της Nuestra Siniora di Tarn (Κυρίας μας της Τατάρνας), που έγινε κέντρο κατασκοπείας εναντίον των Τούρκων και επαναστατικών ζυμώσεων. Σε αυτήν τη μονή ξεκίνησε το 1601 την επανάστασή

του ο ηρωικός Μητροπολίτης Λαρίσης Διονύσιος ο Φιλόσοφος και, παρά το γεγονός ότι καταστράφηκε από ορδές Τουρκαλβανών τουλάχιστον έντεκα φορές μέχρι την Επανάσταση του 1821, ξαναχτιζόταν σε πείσμα του κατακτητή και γινόταν πάλι κρησφύγετο κλεφτών και αρματολών.

Ανάμεσά τους, ο Κατσαντώνης-που δώρισε μια μεγάλη ασημένια κανδήλα η οποία σώζεται μέχρι σήμερα-, ο Ράγκος, ο Λεπενιώτης, ο Ανδρούτσος και ο Καραϊσκάκης. Το 1823 ο Χουρσίτ Πασάς έκαιγε τη μονή εκδικούμενος τη συμμετοχή των μοναχών στον Αγώνα. Σώθηκαν όμως τα κειμήλιά της χάρη στην προνοητικότητα των λιγοστών γερόντων μοναχών που είχαν απομείνει στο μοναστήρι. Η μονή οικοδομήθηκε εκ νέου το 1841 με σχέδια ενός Βαυαρού μηχανικού, αλλά σε ένα χρόνο η εκκλησία «κάθισε» και ράγισε λόγω της θεμελίωσής της σε σαθρό έδαφος. Το τέλος ήρθε το 1963 από τους σεισμούς.

Συγχρόνως χάθηκε και η κτηματική περιουσία της, που βυθίστηκε στη νέα λίμνη. Η ανοικοδόμηση στη σημερινή της μορφή άρχισε το 1969. Χτίστηκαν πρώτα ο μικρός Ναός του Αγίου Σάββα για τις λατρευτικές ανάγκες των μοναχών και ένα μικρό οικοδόμημα για τη διαφύλαξη των ιερών κειμηλίων που είχαν διασωθεί χάρη στην αυτοθυσία του δασκάλου του χωριού και των κατοίκων. Σήμερα το μοναστήρι έχει τρεις εκκλησίες. Το Καθολικό, που πανηγυρίζει στις 8 Σεπτεμβρίου το Γενέθλιον της Θεοτόκου, είναι ένας αγιορείτικου τύπου ναός όπου έχει εναποτεθεί και η παλαιότατη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Ταταρνιωτίσσης, αγιογραφημένη στον τύπο της Οδηγήτριας.