Η Ιερά Βασιλική Σταυροπηγιακή Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου βρίσκεται κοντά στο Μολυβδοσκέπαστο Κονίτσης. Η ονομασία οφείλεται στη στέγη του ναού που ήταν σκεπασμένη με φύλλα μολυβιού. Απέχει 17 χιλιόμετρα από την Κόνιτσα και 300 μέτρα από την ελληνοαλβανική μεθόριο. Μάλιστα, αρχικά η μονή είχε αποφασιστεί να βρίσκεται στην Αλβανία. Όμως τα άλογα στα οποία επέβαιναν οι αρμόδιοι για τη χάραξη των συνόρων αγρίεψαν και το μοναστήρι τελικά έμεινε στην ελληνική επικράτεια.
Ιδρύθηκε τον 7ο αιώνα από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Δ' Πωγωνάτο (βασ. 668-685). Στις αρχές του 14ου αιώνα ανακαινίστηκε από τον Ανδρόνικο Κομνηνό Μέγα Δούκα Παλαιολόγο και το 1521 ξανά από τους κατοίκους της Πωγωνιανής. Η μονή είχε μεγάλη περιουσία και μετόχια μέχρι και στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, ενώ στους χώρους της λειτουργούσε από το 1300 σχολή χειρογράφων και πλούσια βιβλιοθήκη.
Από το 12ο έως και το 17ο αιώνα, υπήρξε έδρα της Αρχιεπισκοπής Πωγωνιανής, ενώ σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας αποτέλεσε πνευματικό, πολιτισμικό και οικονομικό κέντρο. Η ολοκληρωτική σχεδόν καταστροφή της επήλθε το 1943, όταν βομβαρδίστηκε από τους Γερμανούς. Το 1988 το μοναστήρι επανιδρύθηκε από τη σημερινή αδελφότητα. Το Καθολικό της μονής παρουσιάζει ιδιάζουσα αρχιτεκτονική δομή, καθώς υλοποιήθηκε σε τέσσερις φάσεις.
Ο αρχικός ναός χτίστηκε το 670 από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Δ' Πωγωνάτο. Τον 11ο-12ο αιώνα διαμορφώθηκε ένας μικρός τρίκογχος ναός, σταυροειδής με τρούλο. Στα τέλη του 13ου αιώνα προστέθηκε το μεσαίο σταυρεπίστεγο τμήμα από τον Ανδρόνικο Κομνηνό Μέγα Δούκα Παλαιολόγο. Ο τρούλος του Καθολικού διακρίνεται για το ύψος του (15 μέτρα), που τον καθιστά τον υψηλότερο στη χώρα στο αρχιτεκτονικό ύψος του. Οι τοιχογραφίες αναπτύσσονται σε στρώματα: ένα βυζαντινό και δύο μεταβυζαντινά. Στη συνέχεια, νέες αγιογραφήσεις (1521-1522, 1537) κάλυψαν τμήματα των πρώτων. Η μονή εορτάζει στις 15 Αυγούστου στην Κοίμηση της Θεοτόκου.