Χτισμένη στη Βορειοανατολική πλευρά του Νησιού, ιδρύθηκε πιθανώς το 13ο αιώνα από τη βυζαντινή οικογένεια Στρατηγοπούλου, που εγκαταστάθηκε στα Ιωάννινα το 1204, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους της Δ' Σταυροφορίας. Το 17ο αιώνα το μοναστήρι ευεργετήθηκε από την οικογένεια Ντίλιου, από την οποία πήρε τη δεύτερη επωνυμία του. Σύμφωνα με μια παράδοση, στη μονή λειτουργούσε η περίφημη Σχολή των Δεσποτών.
Από τότε σώζεται μόνο το Καθολικό, ένας μονόχωρος, ξυλόστεγος ναός με αψίδα στα ανατολικά και ξυλόστεγο νάρθηκα στα δυτικά. Σήμερα, όμως, κοσμείται με τοιχογραφίες του 16ου αιώνα, και συγκεκριμένα του 1543, αγνώστου καλλιτέχνη, με δαπάνη των ιερομόναχων Νήφωνος και Σωφρονίου, σύμφωνα με την επιγραφή που υπάρχει στο νότιο τοίχο του νάρθηκα. Οι παραστάσεις κατανέμονται σε τρεις ζώνες. Εντυπωσιακή είναι η σκηνή της Σταύρωσης στο αέτωμα που διαμορφώνει η στέγη στη δυτική πλευρά.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στις σκηνές των Παθών του Κυρίου. Ολόκληρο τον ανατολικό τοίχο του νάρθηκα καταλαμβάνει η μνημειακή και πολυπρόσωπη σύνθεση της Δευτέρας Παρουσίας. Στο βόρειο, το νότιο και το δυτικό τοίχο του νάρθηκα εικονογραφούνται 28 σκηνές από το βίο της Παναγίας.