Ο Άντονι Κουίν (Anthony Quinn) ήταν Αμερικανός ηθοποιός, μεξικανικής καταγωγής, που εμφανίστηκε σε περισσότερες από 150 ταινίες, αλλά αναγνωρίστηκε παγκοσμίως με το ρόλο του Ζορμπά, τον γήινο και γεμάτο ζωή ήρωα του Νίκου Καζαντζάκη, που μετέφερε στη μεγάλη οθόνη το 1964 ο Μιχάλης Κακογιάννης. Στη μακρόχρονη καριέρα του κέρδισε δύο Όσκαρ και ήταν δύο ακόμη φορές υποψήφιος για το κορυφαίο κινηματογραφικό βραβείο.
Ο Αντόνιο Ροντόλφο Κουίν Οατσάκα γεννήθηκε στις 21 Απριλίου 1915 στην πόλη Τσιχουάουα του Μεξικού από πατέρα ιρλανδικής καταγωγής και μητέρα Μεξικάνα. Ο πατέρας του πολέμησε με τον Πάντσο Βίλα κατά τη διάρκεια της Μεξικάνικης Επανάστασης και στη συνέχεια μετανάστευσε στο Λος Άντζελες, όπου εργάστηκε ως βοηθός κάμεραμαν σε κινηματογραφικές ταινίες.
Ο Άντονι Κουίν έκανε διάφορες δουλειές μέχρι να καταλήξει να γίνει ηθοποιός. Προοριζόταν για ιερωμένος (έκανε κάποιες ιερατικές σπουδές), αλλά ασχολήθηκε με την πυγμαχία, τη ζωγραφική, τη μουσική, το θρησκευτικό κήρυγμα και πήρε μαθήματα αρχιτεκτονικής στο εργαστήριο του Φρανκ Λόιντ Ράιτ. Έχοντας ήδη κάποιους μικρούς θεατρικούς ρόλους στο ενεργητικό του, πείστηκε από τον διάσημο Αμερικανό αρχιτέκτονα ότι είχε το ταλέντο να ακολουθήσει καριέρα ηθοποιού, αρκεί να βελτίωνε την ομιλία του.
Πράγματι, ο Κουίν πήρε στα σοβαρά τα λόγια του Ράιτ και ξεκίνησε εντατικά μαθήματα υποκριτικής. Το 1936 εμφανίστηκε με ένα μικρό ρόλο στο αστυνομικό δράμα «Parole!» και στη συνέχεια έπαιξε ρόλους ινδιάνου, αλλοδαπού ή παράνομου, σε ταινίες όπως «They Died with their boots on» (1941), «Η Πόλη του Μίσους» («The Ox-Bow Incident», 1943), «Guadalcanal Diary» (1943) και «Μπαταάν, το φρούριο του Ειρηνικού» («Back to Bataan», 1945).
Ο πρώτος πρωταγωνιστικός ρόλος του ήταν στην ταινία «Black Gold» (1947), όπου υποδυόταν ένα ινδιάνο εκπαιδευτή αλόγων. Εκείνη τη χρονιά έκανε το ντεμπούτο του στο Μπρόντγουεϊ με το θεατρικό έργο του Έμετ Λέιβερι «The Gentleman from Athens». Περιόδευσε ως Στάνλεϊ Κοβάλσκι στο θεατρικό του Τένεσι Ουίλιαμς «Λεωφορείο ο Πόθος» και επέστρεψε στο Μπρόντγουεϊ για να αντικαταστήσει τον Μάρλον Μπράντο στον ίδιο ρόλο.
Την ίδια περίοδο εμφανίστηκε σε πολλά «ζωντανά» τηλεοπτικά προγράμματα. Επιστρέφοντας στο Χόλυγουντ, ο Άντονι Κουίν έπαιξε σε ταινίες όπως «The Brave Bulls» (1951) και «Βίβα Ζαπάτα!» («Viva Zapata!», 1952), σε σκηνοθεσία Ελία Καζάν και σενάριο Τζον Στάινμπεκ. Για το ρόλο του αδελφού του Ζαπάτα κέρδισε το πρώτο από τα δύο Όσκαρ β’ ανδρικού ρόλου της καριέρας του. Το δεύτερο ήρθε τέσσερα χρόνια αργότερα για το ρόλο του Πολ Γκογκέν στην ταινία του Βινσέντε Μινέλι «Η ζωή ενός ανθρώπου» («Lust For Life»), που αναφέρεται στη ζωή του Βαν Γκογκ.
Τη δεκαετία του ’50 γύρισε μερικές ταινίες στην Ιταλία, με πιο αξιοσημείωτη το αριστούργημα του Φεντερίκο Φελίνι «Λα Στράντα» (1954) στο ρόλο ενός περιπλανώμενου τσιρκολάνου. Ερμήνευσε αξέχαστους ρόλους στις κινηματογραφικές ταινίες «Άγριος Είναι ο Άνεμος» («Wild Is the Wind», 1957), με υποψηφιότητα για Όσκαρ, «Λευκές Σκιές» («The Savage Innocents», 1959), «Τα κανόνια του Ναβαρόνε» («The Guns of Navarone» (1961), γυρισμένη στη Ρόδο, «Γίγας κυλισμένος στο βούρκο» («Requiem for a Heavyweight», 1962) και «Λόρενς της Αραβίας» («Lawrence of Arabia», 1962). Το 1964 ερμήνευσε το ρόλο του Αλέξη Ζορμπά στην ομώνυμη ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη, ένας ρόλος που σημάδεψε την καριέρα του και του απέφερε μία ακόμη υποψηφιότητα για Όσκαρ.
Ο Κουίν επέστρεψε στη σκηνή το 1982 για να περιοδεύσει και να εμφανιστεί στο Μπρόντγουεϊ σε μια αναβίωση της μουσικής έκδοσης του Ζορμπά. Ενδιάμεσα, είχε παίξει σε άλλες δύο ταινίες με ελληνικό θέμα: «Ο Μάγος» («The Magus», 1968) του Γκάι Γκριν, βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Τζον Φόουλς και «Ο τελευταίος μεγιστάνας» (The Greek Tycoon) σε σενάριο Νίκου Μαστοράκη, που αναφερόταν στους έρωτες του Αριστοτέλη Ωνάση. Ο Άντονι Κουίν πέθανε στις 3 Ιουνίου 2001 στη Βοστώνη, σε ηλικία 86 ετών. Παντρεύτηκε τρεις φορές και από τις αναρίθμητες σχέσεις του απέκτησε συνολικά 13 παιδιά.