Ο Αντόνιο Βιβάλντι (Antonio Vivaldi) ήταν Βενετσιάνος συνθέτης και βιολονίστας, από τους στυλοβάτες της Δυτικής Μουσικής. Το μεγάλο του ενδιαφέρον για τη μουσική επισκίασε την άλλη του ιδιότητα, αυτή του ιερωμένου, για την οποία ο ίδιος δεν έδειξε ιδιαίτερο ζήλο να τιμήσει. Ο Αντόνιο Λούτσιο Βιβάλντι γεννήθηκε στη Βενετία στις 4 Μαρτίου 1678. Βαφτίστηκε την ίδια ημέρα με προτροπή της μαμής του, η οποία φοβήθηκε ότι θα πεθάνει, λόγω των προβλημάτων υγείας που παρουσίασε.
Αργότερα διαγνώσθηκε ότι έπασχε από άσθμα, αρρώστια που θα τον ταλαιπωρούσε σε ολόκληρη τη ζωή του. Την τέχνη του βιολιού τη διδάχθηκε από τον πατέρα του Τζιοβάνι Μπατίστα Βιβάλντι, επαγγελματία κουρέα, αλλά και αξιόλογο βιολιστή, μουσικό της Ορχήστρας του Αγίου Μάρκου. Ο πατέρας του ήταν και έντονα θρησκευόμενος άνθρωπος και προετοίμαζε τον νεαρό γιο του για εκκλησιαστική σταδιοδρομία.
Το 1703 ο Αντόνιο χειροτονήθηκε ιερέας και σύντομα απέκτησε το προσωνύμιο «Ο κόκκινος παπάς», εξαιτίας των ξανθών μαλλιών του. Τον ίδιο χρόνο διορίστηκε καθηγητής βιολιού και αρχιμουσικός στο ορφανοτροφείο θηλέων «Οσπεντάλε ντι Πιετά» της Βενετίας. Δεν πέρασε πολύς καιρός και βρήκε την ευκαιρία να απαλλαγεί από τα θρησκευτικά του καθήκοντα, χωρίς να αποσχηματισθεί.
Έτσι, αφιερώθηκε αποκλειστικά στη μουσική. Άρχισε να συνθέτει πυρετωδώς και να γίνεται γνωστός έξω από τα στενά όρια της Βενετίας. Από το 1718 ταξίδευε διαρκώς για να παρουσιάζει τα έργα του, έχοντας ως βάση του τη Μάντοβα. Λέγεται, μάλιστα, ότι σε κάποια περιοδεία του έπαιξε και ενώπιον του Πάπα. Την εποχή εκείνη γνώρισε δύο ετεροθαλείς αδελφές, την Παολίνα Τρεβιζάνα, η οποία έγινε γραμματέας του και την Κοντράλτο Άννα Τζίρο ή Ζιρό, η οποία τραγούδησε τους πρωταγωνιστικούς ρόλους σε πολλές όπερές του.
Ο Αντόνιο φιλοξενούσε τις κοπέλες στο σπίτι του και οι ψίθυροι έδιναν κι έπαιρναν ότι διατηρούσε ερωτικές σχέσεις και με τις δύο. Ο Βιβάλντι διασκέδαζε με τη φημολογία και απαντούσε ότι η σχέση μαζί τους ήταν αυστηρά φιλική και επαγγελματική. Το 1725 παρουσίασε μία σειρά κοντσέρτων για έγχορδα και μπάσο κοντίνουο, με τον τίτλο «Il cimento dell' armonia e dell' inventione» («Η δοκιμασία της αρμονίας με τη ινβενσιόν»).
Τα τέσσερα πρώτα από αυτά αποτελούν τις «Τέσσερις Εποχές», το πιο γνωστό έργο του κι ένα από τα δημοφιλέστερα έργα της μουσικής. Ο συνθέτης αποδίδει με νότες τις τέσσερις εποχές του χρόνου και θεωρείται ως πρώιμο δείγμα προγραμματικής μουσικής. Το 1737 ο καρδινάλιος της Φεράρας ακυρώνει μία παράστασή του, επειδή αρνήθηκε να ιερουργήσει και εξαιτίας της συμβίωσής του με τις δύο αδελφές, που σκανδάλιζε τους πιστούς.
Με την πάροδο του χρόνου, η δημοτικότητά του στη Βενετία άρχισε να υποχωρεί και ο Βιβάλντι, απογοητευμένος από τους συμπατριώτες του, ξενιτεύτηκε στη Βιέννη (28 Ιουνίου 1741). Ένα μήνα αργότερα, στις 28 Ιουλίου 1741, έφυγε από τη ζωή πάμπτωχος, έχοντας σπαταλήσει όλη του την περιουσία. Ο Βιβάλντι με το προσωπικό ύφος γραφής έθεσε τα θεμέλια του ώριμου κοντσέρτου μπαρόκ και επηρέασε συνθέτες, όπως ο Μπαχ και ο Τέλεμαν.
Πολυγραφότατος, συνέθεσε περί τα 850 έργα, αλλά λίγο μετά τον θάνατό του ξεχάστηκε. Από την αφάνεια τον ανέσυρε πολύ αργότερα ο Μέντελσον, όταν ερευνούσε το έργο του Μπαχ, ο οποίος θαύμαζε απεριόριστα τον Βιβάλντι. Ουσιαστικά, όμως, ο Βιβάλντι ανακαλύφθηκε τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα και σήμερα θεωρείται ως ένας από τους δημοφιλέστερους συνθέτες της μουσικής μπαρόκ.