27.12.22

Νομός Αργολίδας: Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου


Το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου αποτελεί την κορωνίδα της πολιτιστικής δράσης στη χώρα μας κατά τους καλοκαιρινούς μήνες και παραμένει ένα από τα σπουδαιότερα και παγκοσμίως αναγνωρίσιμα μνημεία της αρχαιότητας. Δεσπόζοντας στο νοτιοανατολικό άκρο του ιερού που ήταν αφιερωμένο στον θεραπευτή θεό της αρχαιότητας, τον Ασκληπιό, έχει χαρακτηριστεί το τελειότερο θέατρο από πλευράς αισθητικής και ακουστικής. Το θέατρο αυτό εξήρε για την αρμονία του ο Παυσανίας, προσθέτοντας ότι αρχιτέκτονάς του ήταν ο Πολύκλειτος, ο οποίος σχεδίασε στο ίδιο ιερό και τη θυμέλη, τη μεγαλύτερη περίπτερη θόλο της κλασικής αρχαιότητας.

Σύμφωνα με τις επικρατέστερες επιστημονικές απόψεις, η έναρξη της κατασκευής του θεάτρου ανάγεται στο δεύτερο μισό του 4ου αι. π.Χ. και ολοκληρώθηκε σε δύο κύριες οικοδομικές φάσεις. Εξ όσων γνωρίζουμε από την αρχαιολογική έρευνα, μπορούμε να πούμε με σχετική βεβαιότητα ότι χρησιμοποιούνταν έως τον 3ο αι. μ.Χ. Η χωρητικότητά του ανέρχεται στους 13.000-14.000 θεατές. Για την ιστορία του ιερού μετά τους ελληνιστικούς χρόνους οι πληροφορίες είναι γενικώς περιορισμένες. Γνωρίζουμε ότι κατά τον 1ο αι. π.Χ. επέλασε στην ευρύτερη περιοχή ο Σύλλας και ενδεχομένως εισέβαλαν στην Επιδαυρία πειρατές. Κατά τον 2ο αι. μ.Χ. το ιερό του Ασκληπιού διήλθε μια περίοδο νέας ακμής με την υποστήριξη του Ρωμαίου συγκλητικού Αντωνίνου κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα νέες οικοδομικές δραστηριότητες στον χώρο, με εκτεταμένες επισκευές σε παλιότερα κτίρια και κατασκευή νέων.

Το θέατρο της Επιδαύρου κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους διατήρησε τα χαρακτηριστικά του ελληνικού θεάτρου, ακόμα και μετά την επισκευή του από τις καταστροφές που υπέστη με την εισβολή των Ερούλων το 267 π.Χ., κυρίως στο σκηνικό οικοδόμημα. Ωστόσο, το 395 μ.Χ. Γότθοι εισβάλλουν στην Πελοπόννησο και προκαλούν σοβαρές καταστροφές στο Ασκληπιείο. Το 426 μ.Χ. ο Μέγας Θεοδόσιος απαγορεύει με διάταγμα τη λειτουργία των Ασκληπιείων κι έτσι το ιερό της Επιδαύρου κλείνει οριστικά ύστερα από σχεδόν 1.000 χρόνια λειτουργίας. Στη συνέχεια, φυσικές καταστροφές και ανθρώπινες επεμβάσεις εντείνουν την εγκατάλειψη του χώρου, ειδικά μετά από μεγάλους σεισμούς που χρονολογούνται στο 522 και 551 μ.Χ.

Στο μνημείο αυτό τελούνταν μουσικοί και δραματικοί αγώνες, μέρος της λατρείας του Ασκληπιού. Στόχος τους ήταν η δημιουργία ψυχικής ανάτασης ως μέσο θεραπείας. Τα αρχαία θέατρα είναι χαρακτηριστικά δημιουργήματα των κορυφαίων στιγμών της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής. Στη συντριπτική τους πλειονότητα είναι χτισμένα στην πλαγιά κάποιου λόφου, ώστε η κλίση του εδάφους να ευνοεί την αμφιθεατρική διαμόρφωση του χώρου. Στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου συναντάμε τη χαρακτηριστική τριμερή διάρθρωση του λεγόμενου «ελληνικού» θεάτρου στην ιδανική της έκφανση: κοίλο, ορχήστρα, σκηνικό οικοδόμημα. Η επιλογή της θέσης αποτελούσε καθοριστικό στοιχείο και, πέραν της αισθητικής απόλαυσης, επέτρεπε στον θεατή όχι μόνο να θαυμάσει το φυσικό περιβάλλον αλλά και να εξυπηρετήσει σκοπούς λατρευτικούς ή θεραπευτικούς.

Η αρμονία αυτού του θεάτρου οφείλεται στον μοναδικό του σχεδιασμό, ο οποίος βασίζεται σε ένα κανονικό πεντάγωνο, όπου κυριαρχεί η ορχήστρα, καθώς και στη χρήση τριών κέντρων για τη χάραξη των καμπύλων σειρών των εδωλίων του κοίλου. Αξιοθαύμαστη είναι και η ακουστική του, όπως και οι συμμετρικές του αναλογίες. Τα δύο του διαζώματα χωρίζονται σε 13 κλίμακες και 12 κερκίδες το κάτω (που φέρει 34 σειρές εδωλίων) και σε 23 κλίμακες και 22 κερκίδες το άνω (που φέρει 21 σειρές εδωλίων). Το σκηνικό οικοδόμημα αποτελούνταν από μεγάλη αίθουσα και δύο τετράγωνα δωμάτια εκατέρωθεν αυτής. Η πρόσοψη του προσκηνίου είχε 14 πεσσούς-ημικίονες. Στο επισκήνιο οδηγούσαν δύο αναβάθρες, ενώ το μνημείο διέθετε μνημειώδεις διπλές πύλες στις παρόδους του.

«Μετά το τέλος του αρχαίου κόσμου, το θέατρο της Επιδαύρου, κατά τη μακραίωνη περίοδο σιωπής και ερείπωσης του Ασκληπιείου, είχε την τύχη να προστατευτεί από επιφανειακή επίχωση που δημιουργήθηκε σταδιακά από καταρρεύσεις χωμάτων του λόφου του Κυνορτίου» λέει ο δρ. Κωνσταντίνος Μπολέτης, αρχιτέκτων-αναστηλωτής, που απασχολήθηκε στα έργα αποκατάστασης και συντήρησης του θεάτρου το διάστημα 1988-1999 και έχει δημοσιεύσει αναλυτική μελέτη, βασισμένη σε αρχειακό υλικό, για όλες τις επεμβάσεις στο μνημείο και στον ευρύτερο χώρο του, από την ανασκαφή του μέχρι το 1990. Στη συνέχεια μας παραπέμπει στη σχεδιαστική απεικόνιση του F. Rey, που αποδίδει με αρκετή ακρίβεια την κατάσταση στην οποία φαίνεται ότι βρισκόταν ο χώρος το 1843.

Πράγματι, το θέατρο είχε αφεθεί στην τύχη του, ενώ κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας προστατεύτηκε, αφού ήταν κρυμμένο κάτω από δέντρα και θάμνους. Η πρώτη συστηματική ανασκαφή στο θέατρο ξεκίνησε το 1881 από την Αρχαιολογική Εταιρεία, υπό τη διεύθυνση του αρχαιολόγου Παναγή Καββαδία. Ο ίδιος είχε επισημάνει στις πρώτες του δημοσιεύσεις ότι οι εργασίες που εκτελούσε στο περίφημο θέατρο δεν συνιστούσαν απλό καθαρισμό αλλά πραγματική αρχαιολογική ανασκαφή. Όλος ο χώρος ήταν πυκνά δασωμένος και δύσβατος, με αποτέλεσμα να συναντήσει πολλές δυσκολίες στην πορεία του προς την κορυφή του. Επίσης, χώματα και βράχοι είχαν συσσωρευτεί κατά μήκος της πλαγιάς. Έπειτα από χρόνια σκληρής εργασίας, οι ανασκαφές του Π. Καββαδία έφεραν στο φως ένα επιβλητικό, σχεδόν ανέπαφο θέατρο.

Η ανακάλυψή του είναι σημαντική τόσο για την επιστήμη της αρχαιολογίας όσο και για την αρχιτεκτονική. Η συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας στη διεξαγωγή του ανασκαφικού προγράμματος στο Ασκληπιείο ήταν εξίσου κομβική, αφού οι κάτοικοι του Λυγουριού παραχώρησαν τα κτήματά τους, στα οποία βρίσκονταν τα αρχαία μνημεία, με αντάλλαγμα την κατασκευή της οδού που θα συνέδεε το ιερό με το Ναύπλιο δημοσία δαπάνη. Παρ' ότι το σκηνικό οικοδόμημα βρέθηκε σε κατάσταση χαμηλού ερειπίου, το κοίλο αποκαλύφθηκε σε καλή κατάσταση, με μόνη φθορά τα γκρεμισμένα αναλήμματα. «Το κοίλο του θεάτρου ήρθε στο φως με το λίθινο υλικό του διατηρημένο σε σχετικά καλή κατάσταση, με εξαίρεση τις ακραίες κερκίδες και τους αναλημματικούς τοίχους, η σταδιακή αποδόμηση των οποίων είναι μία από τις χαρακτηριστικότερες αιτίες καταστροφής των αρχαίων θεάτρων» λέει ο Κωνσταντίνος Μπολέτης και συμπληρώνει:

«Η πρώτη σκέψη του Συμβουλίου της Αρχαιολογικής Εταιρείας για την παρουσίαση στο μνημείο δραματικών παραστάσεων χρονολογείται το 1900, στο πλαίσιο των εορτών για την αποκάλυψη του ανδριάντα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στο Ναύπλιο. Όμως, το σχέδιο αυτό ναυάγησε λόγω συγκοινωνιακών δυσχερειών, κυρίως λόγω της έλλειψης αμαξιτής οδού από την Παλιά Επίδαυρο, που θα εξυπηρετούσε αποτελεσματικότερα τους Αθηναίους επισκέπτες». Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι τα χαρακτηριστικά πεύκα του Ασκληπιείου προέρχονταν, κατά μαρτυρία παλιών Λυγουριωτών, από τη θέση Αϊ-Γιώργης Λυγουριού και φυτεύτηκαν στο Ασκληπιείο με πρωτοβουλία του Π. Καββαδία με στόχο να σηματοδοτήσουν και να διαχωρίσουν την περιοχή του τότε απερίφραχτου αρχαιολογικού χώρου από τους παράπλευρους ελαιώνες των κατοίκων της περιοχής.

Τον Ιούλιο του 1928 ο Π. Καββαδίας πέθανε και έκτοτε ξεκίνησε μια περίοδος αδράνειας για το Ασκληπιείο, συνυφασμένη και με τις γενικότερες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες της εποχής. Τότε, με επιστολή του υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων του 1928, ζητείται από τους Κ. Κουρουνιώτη και Αν. Ορλάνδο να μεταβούν στην Επίδαυρο για τη διενέργεια αυτοψίας και κατόπιν την κατάθεση πρότασης μέτρων για την επισκευή και διαρρύθμιση των κτιρίων του εκεί μουσείου, καθώς και την αντιμετώπιση βλαβών από σεισμούς. Δέκα χρόνια μετά, το 1938, 110 χρόνια μετά τις πρώτες διερευνήσεις στην περιοχή και έπειτα από περισσότερο από πενήντα χρόνια συστηματικών ανασκαφών, στο πλαίσιο της αναβίωσης των αρχαίων θεάτρων στην Ελλάδα πραγματοποιείται η πρώτη «ολοκληρωμένη» παράσταση στο θέατρο της Επιδαύρου, η «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Ροντήρη, με την Κατίνα Παξινού και την Ελένη Παπαδάκη στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.

Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Μπολέτη, κατά το ίδιο έτος, στις 13 Σεπτεμβρίου, «απόφαση του Αρχαιολογικού Συμβουλίου στην 108η συνεδρία του έδιδε την κατ' αρχήν έγκριση για εκτεταμένες ανατάξεις στο κοίλο και επεμβάσεις αποκατάστασης με συμπληρώσεις στη σκηνή και σε άλλα τμήματα του μνημείου. Με σχετική επιστολή ζητείτο τότε επειγόντως από τον Αν. Ορλάνδο η εκπόνηση μελέτης αναστηλώσεως συγκεκριμένων τμημάτων του μνημείου, με στόχο την «αναζωογόνησιν» της διδασκαλίας αρχαίων δραμάτων». Συγκεκριμένα, ζητούνταν «η επείγουσα εκπόνηση πρότασης αναστήλωσης και συμπλήρωσης της σκηνής, η συμπλήρωση της ακραίας ανατολικής κερκίδας και αναλήμματος του θεάτρου καθώς και η ανάταξη των μετακινηθέντων εδωλίων του κοίλου». Το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου έβαλε τέλος σε αυτά τα σχέδια.

Η πρώτη, μετά τον πόλεμο, αναφορά προβλημάτων συντήρησης στο Ασκληπιείο γίνεται από τον Αν. Ορλάνδο σε επιστολή του τον Μάιο του 1946 προς τη Διεύθυνση Αρχαιοτήτων και Ιστορικών Μνημείων. Παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον ότι έναν χρόνο μετά, το 1947, ο Ζακ Λακαριέρ, στο ελληνικό οδοιπορικό του, έρχεται να ανεβάσει τους «Πέρσες» του Αισχύλου στην Επίδαυρο. Είναι η πρώτη φορά που αυτό το αρχαίο θέατρο χρησιμοποιείται ως σκηνικός χώρος ύστερα από αιώνες σιωπής αλλά και η πρώτη φορά που παίζεται εκεί ο Αισχύλος στα γαλλικά και οι ξένοι έρχονται στην Ελλάδα μετά τον πόλεμο.

Γράφει χαρακτηριστικά ο ίδιος στο βιβλίο του «Το ελληνικό καλοκαίρι»: «Το αυτοκίνητο σταμάτησε στην είσοδο του ιερού. Του κάκου ψάχνω το θέατρο με τα μάτια. Για την ώρα δε βλέπω άλλο από πεύκα. Απ' αυτά τα πεύκα έρχονται φωνές, κραυγές, τραγούδια, ανακατεμένα με γκαρίσματα γαϊδάρων και χλιμιντρίσματα μουλαριών. Πλησιάζω στο λόφο που μας κρύβει το θέατρο, δεν πιστεύω τα μάτια μου: χιλιάδες χωριάτες κάθονται κάτω απ' τα δέντρα, μέσα στα μάρμαρα του ναού, πάνω στην πλατεία του Ασκληπιού, φερμένοι απ' όλες τις γωνιές της Πελοποννήσου, για να δούνε τους «Πέρσες». Το έργο παίζεται στα γαλλικά και κανείς τους δεν θα πρέπει να καταλαβαίνει τη γλώσσα. Αλλά θα πρέπει να λεχθεί ότι με την εξαίρεση μιας παράστασης που είχε δώσει πριν τον πόλεμο, το 1936, το ίδιο αυτό Αρχαίο Θέατρο της Σορβόννης, είναι η πρώτη φορά που λειτουργεί αυτό το θέατρο μετά από είκοσι πέντε αιώνες. Και για όλους, γι' αυτούς, για μας, για τους λίγους Αθηναίους που έκαναν την προσπάθεια να 'ρθουν, είναι ένα σπουδαίο γεγονός.

Είναι μεσημέρι. Οι πετσέτες με τα φαγιά είναι λίγο-πολύ παντού απλωμένες. Οι μουσικοί πιάνουν τα όργανα και το πανηγύρι αρχίζει. Είναι η πρώτη φορά που ακούω σημερινή ελληνική μουσική, τον ήχο του λαούτου, του αυλού, τις φιοριτούρες της λύρας. Έχω την εντύπωση ότι ξαναζεί μια αρχαία γιορτή: αυτή η ζωντανή αταξία, αυτά τα παρδαλά πλήθη, αυτή η ταραχή, που θα 'πρεπε να υπήρχε στα μεγάλα ιερά στις γιορτινές μέρες, ένα είδος πανηγυριού, θορυβώδους ευφροσύνης, όπου τα άσματα του κόσμου και οι φωνές των ζώων ανακατεύονταν με τις οσμές των ψητών πάνω στη θράκα, του καμένου λίπους πάνω στους βωμούς, της ζεστής ρετσίνας, του ιδρώτα των ανθρώπων. Ναι, έτσι θα έπρεπε να ήταν η Επίδαυρος όταν οι χιλιάδες ασθενείς έτρεχαν στα θαυματουργά τέμπλα. Αυτό το χωριάτικο και τόσο ζωντανό πλήθος μού επέτρεψε εκείνη τη μέρα, με το θαύμα της αναπάντεχης παρουσίας του, να ξαναβρώ τη μεγάλη χαρά των παγανιστικών χρόνων».

Στη διάρκεια της δεκαετίας του '50, μετά την ολοκλήρωση των εργασιών αποκατάστασης του Ωδείου του Ηρώδου του Αττικού στην Αθήνα, παρατηρήθηκε μια έκρηξη ενδιαφέροντος και πιέσεων για την αναβίωση των αρχαίων θεάτρων στο σύνολο της ελληνικής επικράτειας. Σε ό,τι αφορά την Επίδαυρο, κεντρικό στόχο εκείνης της περιόδου αποτελούσε η στερέωση του θεάτρου ώστε να καταστεί ασφαλές και κατάλληλο για τη φιλοξενία θερινών παραστάσεων αρχαίου δράματος στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Επιδαύρου, το οποίο θα ξεκινούσε το 1955. «Μεγάλης κλίμακας εργασίες υπό τη γενική διεύθυνση του Αν. Ορλάνδου και την άμεση εμπλοκή του Ευ. Στίκα ξεκινούν στην Επίδαυρο ταυτόχρονα σχεδόν με τις παραστάσεις, με στόχο την εκτεταμένη ανακατασκευή και την αρχιτεκτονική αποκατάσταση του μνημείου, υπό τύπον στερέωσης, για την παραχώρησή του με ασφάλεια για σύγχρονες θεατρικές διδασκαλίες.

Επρόκειτο για συμπιεσμένες χρονικά επεμβάσεις μεγάλης κλίμακας, με περιορισμένη-συγκριτικά με τη σύγχρονη μεθοδολογία-αναστηλωτική τεκμηρίωση, που έμελλαν να σταματήσουν μετά από δέκα περίπου χρόνια, χωρίς να έχουν καλύψει το σύνολο του μνημείου» επισημαίνει από στοιχεία της έρευνάς του ο Κωνσταντίνος Μπολέτης. Παράλληλα, από το πρώτο κιόλας έτος εξέλιξης του αναστηλωτικού προγράμματος της δεκαετίας 1954-1964 είχε ξεκινήσει η μεταφορά στην Επίδαυρο σημαντικών ποσοτήτων πειραϊκού ακτίτη από το αρχαίο λατομείο του Βασιλικού Περιπτέρου Πειραιώς (Παλατάκι), προοριζόμενου για την αποκατάσταση του ανατολικού αναλήμματος του θεάτρου και των δύο αναλημμάτων του επιθεάτρου.

Είναι η περίοδος που ανακατασκευάζονται πλήρως αμφότερα τα αναλήμματα και ο ανατολικός πυλώνας εισόδου και στερεώνονται όλα τα εδώλια του κάτω διαζώματος. Το 1973 χαρακτηρίστηκε από μια προσπάθεια επανέναρξης των εργασιών αποκατάστασης στο θέατρο. Έτσι, τέσσερα χρόνια μετά έγιναν και πάλι προσπάθειες από την Εφορεία Ναυπλίου για την επανέναρξη των εργασιών στο κοίλο, αφού αναφέρθηκε το πρόβλημα της σταδιακής επιδείνωσης της κατάστασης των θεμελίων των εδωλίων αλλά και η δυνατότητα αξιοποίησης των αρχαίων και νέων λίθων του προσκηνίου, που είχαν εν τω μεταξύ αποκτήσει πατίνα, εκτεθειμένοι σε εξωτερικό χώρο απόθεσης. Όμως, οι προσπάθειες αυτές δεν καρποφόρησαν.

Τη δεκαετία του '80 αναζωπυρώνεται η συζήτηση για τα προβλήματα που παρουσιάζονταν από τη συστηματική χρήση του μνημείου στο πλαίσιο του θεσμού των Επιδαυρίων, με αποτέλεσμα να απασχολήσουν έντονα τότε το υπουργείο Πολιτισμού και Επιστημών. «Τον Αύγουστο του 1982, σε έγγραφό της προς τη Διεύθυνση Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων του υπουργείου Πολιτισμού και Επιστημών, η τότε προϊσταμένη της Δ' Εφορείας Ναυπλίου Αικ. Δημακοπούλου είχε θέσει ανοιχτά το θέμα των καταστροφικών εργοταξιακών δραστηριοτήτων των συνεργείων των θιάσων και περιέγραφε τους κινδύνους που επέσειε για το θέατρο η αθρόα προσέλευση θεατών και επισκεπτών. Η έφορος επισήμαινε την ιδιαίτερα δυσμενή κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει τα ευπαθή κατάλοιπα της σκηνής και του προσκηνίου από τη συναρμολόγηση και αποσυναρμολόγηση των σκηνικών και πρόσθετε πως «έχει επανειλημμένα διαπιστωθεί ότι οι διάφοροι αρμόδιοι και επιβλέποντες όλων των εργασιών που γίνονται στο αρχαίο θέατρο κατά τη διάρκεια του Φεστιβάλ δεν έχουν συνειδητοποιήσει ότι εργάζονται σε κηρυγμένο αρχαιολογικό χώρο και μάλιστα μέσα στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, που αποτελεί ένα από τα μοναδικά μνημεία του κόσμου» υπενθυμίζει επικαλούμενος τις αρχειακές πηγές ο Κωνσταντίνος Μπολέτης.

Εκείνη την εποχή, με απόφαση που πάρθηκε στις 10/9/1982 από την τότε υπουργό Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη, συγκροτήθηκε τριμελής επιτροπή στην οποία συμμετείχαν ο τότε γενικός έφορος Αρχαιοτήτων Ι. Τζεδάκις, η αρχιτέκτων του ΥΠΠΕ Αλ. Φέργκυσον και ο σκηνογράφος Β. Φωτόπουλος. Έργο της πρώτης αυτής επιτροπής αποτελούσε η διερεύνηση των προβλημάτων που προκαλούνταν από τη χρήση του μνημείου σε παραστάσεις και η υποβολή σχετικής έκθεσης. Το διεπιστημονικό όργανο «Ομάδα εργασίας για τη συντήρηση των μνημείων της Επιδαύρου» που συγκροτήθηκε ακολούθως έθεσε εξαρχής στους στόχους του, παράλληλα με τη συνεχή παρακολούθηση και προστασία του θεάτρου από τις φυσικές αιτίες φθοράς του, τη συντήρηση του δομικού υλικού και την εκτέλεση εργασιών αποκατάστασης επιμέρους τμημάτων του μνημείου σε μια σταδιακή κλιμάκωση.

Είναι ενδεικτικό ότι από τα στατιστικά στοιχεία προσέλευσης του κοινού προέκυπτε πως το διάστημα Μαρτίου-Οκτωβρίου το κοίλο του θεάτρου επισκέπτονταν ένα εκατομμύριο άνθρωποι, πληθυσμός υπερδεκαπλάσιος εκείνου που φιλοξενούνταν κατά την αρχαιότητα. Έτσι, πραγματοποιήθηκαν πολυάριθμες συντηρήσεις, συγκολλήσεις, ανατάξεις και συμπληρώσεις εδωλίων, άμεσες επεμβάσεις, περιορίστηκε η πρόσβαση στο μνημείο εκτός ωρών παραστάσεων, τέθηκαν περιορισμοί στη χρήση του κτιρίου της σκηνής, αποκαταστάθηκε το αρχαίο αποστραγγιστικό σύστημα του κοίλου, ενώ αποσυναρμολογήθηκε, συντηρήθηκε και στήθηκε πάλι ο δυτικός πυλώνας. Αναστηλώθηκε επίσης και η ακραία δυτική κερκίδα του άνω διαζώματος, στην οποία είχε «εκπνεύσει» το προηγούμενο αναστηλωτικό πρόγραμμα της περιόδου 1954-64.

Με τις εργασίες που πραγματοποιήθηκαν το κοίλο ανέκτησε σχεδόν εξ ολοκλήρου την αρχική του μορφή. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, η εικόνα του θεάτρου που βιωματικά προσεγγίζει ο σημερινός επισκέπτης απέχει από εκείνην της αρχαιότητας όσον αφορά την πληρότητα των επιμέρους αρχιτεκτονικών μορφών και στοιχείων που δεν έχουν διασωθεί. Η μοναδικότητα του μνημείου αποτυπώνεται όταν κάθε καλοκαίρι πολλοί τουρίστες που το επισκέπτονται εντυπωσιάζονται από τον εκπληκτικό τρόπο με τον οποίο μεταδίδεται ο ήχος από κάθε σημείο αυτού του μεγάλου αμφιθεάτρου. Αρκετοί δεν διστάζουν να σταθούν στη μέση της ορχήστρας και να απαγγείλουν ή ακόμα και να τραγουδήσουν.

Η ξεχωριστή ακουστική του οφείλεται σε πολλούς παράγοντες, αλλά κυρίως στον απόλυτα συμμετρικό σχεδιασμό και στην κλίση του κοίλου, που ενισχύουν την αντανάκλαση των ήχων. Επιπρόσθετα, πέριξ του θεάτρου επικρατεί απόλυτη ησυχία, η οποία συμβάλλει καταλυτικά στο τέλειο ακουστικό αποτέλεσμα. Στο περίφημο αυτό δημιούργημα η ερμηνεία, η σκηνοθεσία, η μετάφραση, η μουσική, ο χορός, η σκηνογραφία και η ενδυματολογία απέκτησαν ξεχωριστό νόημα και περιεχόμενο. Ταυτόχρονα, στο πέρασμα των ετών έχουν διεξαχθεί πάμπολλες ιστορικές παραστάσεις, στις οποίες έχουν πρωταγωνιστήσει ορισμένοι από τους μεγαλύτερους Έλληνες και ξένους ηθοποιούς.

Εννοείται ότι ανάμεσα στις πιο διάσημες παραστάσεις συγκαταλέγονται εκείνη της «Νόρμα» του Μπελίνι που παρουσίασε η Εθνική Λυρική Σκηνή το 1960 με πρωταγωνίστρια τη Μαρία Κάλλας και, έναν χρόνο μετά, η «Μήδεια» του Κερουμπίνι με την ίδια κορυφαία Ελληνίδα υψίφωνο, σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή και σκηνικά-κουστούμια Γιάννη Τσαρούχη. Το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου εξακολουθεί να βρίσκεται στο επίκεντρο του πολιτισμού και της τέχνης. Σήμερα παραμένει ένα αξεπέραστο αρχιτεκτονικό και πολιτιστικό μνημείο της παγκόσμιας κληρονομιάς και κάθε χρόνο αποτελεί πόλο έλξης για χιλιάδες επισκέπτες που απολαμβάνουν την αρχιτεκτονική του, την ασύγκριτη ακουστική του αλλά και την αρμονική του συνύπαρξη με το ευρύτερο φυσικό περιβάλλον.