Από το 2000 χαρτογραφήθηκαν τα μεταλλεία σε 33 νησιά του Αιγαίου. Το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών | ΕΙΕ κατέγραψε τα βιομηχανικά μνημεία της Ερμούπολης και δημιουργήθηκε το εξαιρετικό βιομηχανικό μουσείο τη πόλης. Tο Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς έκανε ερευνητικά προγράμματα τεκμηρίωσης για το κεραμοποιείο Τσαλαπάτα στον Βόλο, ελαιοτριβεία της Πελοποννήσου και του Πηλίου, εργαστήρια μαρμάρου στην Τήνο. Άλλοι επιστήμονες ασχολήθηκαν με τα βιομηχανικά κτίρια του Βόλου, της Λέσβου, της Σάμου, της Νέας Ιωνίας στην Αθήνα. Από το 2005 το Ιόνιο Πανεπιστήμιο χαρτογράφησε τα βιομηχανικά μνημεία του Ιονίου. Συνολικά στην Ελλάδα πάντως, τα περισσότερα από αυτά τα σπουδαία δείγματα βιομηχανικής κληρονομιάς-ανάμεσά τους μηχανουργεία, κλωστοϋφαντουργεία, κεραμοποιεία, ασβεστοκάμινοι, εργοστάσια τροφίμων κ.ά.,-δεν είχαν την τύχη που τους άξιζε.
Ο Βόλος κάνει τη διαφορά, 25 βιομηχανικά κτίρια έχουν εδώ και πολλά χρόνια αναστηλωθεί, ανακαινιστεί και δοθεί σε νέες χρήσεις, ενώ η προσπάθεια συνεχίζεται. Μάλιστα, υπάρχουν προτάσεις να «δικτυωθούν», να αποκτήσουν σημάνσεις και ένα δίκτυο ποδηλατοδρόμων που να τα ενώνει. Ήδη, πιστοποιημένοι ξεναγοί κάνουν θεματικές διαδρομές σε βιομηχανικές εγκαταστάσεις, στη διάρκεια των οποίων δίνονται πληροφορίες για τη βιομηχανική αρχαιολογία, την αρχιτεκτονική και την ιστορία της πόλης.
Η άνθιση και η παρακμή: Η πόλη-λιμάνι του Βόλου εξελίχθηκε σε ένα πολύ δυναμικό βιομηχανικό κέντρο των αρχών του 20ου αιώνα-το δεύτερο μετά τον Πειραιά. Σε αυτό συνέβαλε το λιμάνι και η σιδηροδρομική σύνδεση με την υπόλοιπη Ελλάδα. Οι πρώτες επιχειρήσεις χρονολογούνται στη δεκαετία του 1880, ή και παλιότερα, καθώς η χαλυβοποιεία Τσούγκου αναφέρεται ότι πρωτολειτούργησε το 1841. Ήταν πρώτο λιμάνι σε εξαγωγές καπνού, το μερίδιο του λέοντος είχαν τα καπνεργοστάσια και οι καπναποθήκες. Στον μεσοπόλεμο τα εργοστάσια έγιναν μεγάλες βιομηχανικές μονάδες και, παράλληλα, δημιουργήθηκαν πολλές μεταποιητικές. Σε απογραφή του 1930, ο συνολικός αριθμός όλων αυτών έφτασε τις 984.
Με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, η πρώτη φάση της βιομηχανικής άνθισης τελείωσε και μέχρι τη δεκαετία του ’50, καθώς δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν στις νέες απαιτήσεις, οι βιομηχανικές μονάδες παρήκμασαν. Η ανάπτυξη ξεκίνησε πάλι χάρη σε επενδύσεις που έγιναν στη δεκαετία του ’60 και τότε, κυρίως ο μεταποιητικός τομέας συνέχισε να αναπτύσσεται ως το 1980. Η διεθνής κρίση έπληξε όλη την Ελλάδα, μαζί και τον Βόλο. Η αποβιομηχάνιση ξεκίνησε και η μια μετά την άλλη οι βιομηχανίες έκλεισαν. Τα κτίρια ερήμωσαν και ερειπώθηκαν. Τα κελύφη τους παρέμεναν ως θλιβερή υπενθύμιση του χθες. Η καταγραφή έδειξε ότι 52 μεγάλα βιομηχανικά συγκροτήματα στέκονταν όρθια μέσα στον αστικό ιστό, πριν από το 1980. Τα 12 από αυτά γκρεμίστηκαν και η ίδια μοίρα ίσως περίμενε και τα υπόλοιπα.
Και τότε ήρθε «ο από μηχανής θεός»-αν μπορεί κανείς να ονομάσει έτσι το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, έδρα του οποίου έγινε η πόλη το 1984. Βρήκε σύμμαχο τον Δήμο Βόλου, εγκρίθηκαν προγράμματα όπως το URBAN ή το Δίκτυο Πόλεων του Υπουργείου Πολιτισμού, κ.ά. Το δικό τους «ναι» στην προσπάθεια είπαν οι πολίτες, οι ιδιοκτήτες βιομηχανικών κτιρίων, οι επιχειρηματίες και άλλοι. Έτσι, με θαυμαστή σύμπνοια στον Βόλο υπερψηφίστηκε η διατήρηση και ανάδειξη των παλιών εργοστασίων και αποθηκών για να δοθούν σε νέες χρήσεις και να ξαναζήσουν στον 20ο και 21ο αιώνα. Το πανεπιστήμιο δεν βοήθησε απλά στη διάσωση κάποιων βιομηχανικών μνημείων, ουσιαστικά αναμόρφωσε τον δημόσιο χώρο και την καθημερινότητα στον Βόλο, στη Νέα Ιωνία Βόλου και σε άλλες περιοχές. Αγοράζοντας βιομηχανικά συγκροτήματα και διατηρητέα κτίρια, στέγασε σ’ αυτά διάφορες σχολές, ώστε η φοιτητική ζωή να διαχέεται μέσα στην πόλη.
Οι τεράστιοι βιομηχανικοί χώροι αποδείχθηκαν ιδανικοί για τις αρχιτεκτονικές λύσεις που δόθηκαν ώστε να γίνει επανάχρηση-αρκετές φορές συνδυάζοντας πρόσθετα κτίσματα, μοντέρνα στοιχεία και υλικά, με τα υπάρχοντα βιομηχανικά. Χάρη στα μεγάλα projects των αναπλάσεων, δημιουργήθηκε στο τμήμα Αρχιτεκτόνων-Μηχανικών ένα σχετικό μεταπτυχιακό πρόγραμμα. Κι έτσι τα μνημεία πήραν ζωή. Άνθρωποι άρχισαν να τα κατακλύζουν καθημερινά καθώς στεγάζουν, εκτός από τις πανεπιστημιακές σχολές, σινεμά, καταστήματα, το Μουσείο της Πόλης και το ΔΗΠΕΘΕ Βόλου, πολυχώρους ψυχαγωγίας και εκδηλώσεων και άλλα πολλά. Στο κεραμοποιείο Τσαλαπάτα λειτουργεί ένα από τα πιο εντυπωσιακά περιφερειακά μουσεία της Ελλάδας.
Θαυμαστή αρχιτεκτονική και ιστορία: Όλα ξεκίνησαν από το εμβληματικό κτίριο Παπαστράτου, το οποίο κάποιοι χαρακτήρισαν ως «πύργο του Άιφελ του Βόλου». Οι δύο εντυπωσιακοί τρούλοι της καπναποθήκης έγιναν, μαζί με την Αργώ, τα πιο σημαντικά τοπόσημα της πόλης. Το βιομηχανικό μνημείο κτίστηκε το 1935 για να γίνεται η αποθήκευση και η μηχανική επεξεργασία του καπνού. Δίπλα υπήρχε άλλη μια, του 1926, που κατεδαφίστηκε και στη θέση της βρίσκεται το «κτίριο Α. Δελμούζος». Το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας αγόρασε την καπναποθήκη Παπαστράτου το 1985 και έγινε έδρα της Πρυτανείας και Διοικητικών υπηρεσιών του.
Το συγκρότημα Τσαλαπάτα: Το πλινθοκεραμοποιείο του 1925, στη συνοικία Παλαιά, θεωρείται από τα σημαντικότερα διατηρημένα δείγματα βιομηχανικής αρχιτεκτονικής στην Ευρώπη, χαρακτηρισμένο ως Διατηρητέο από το Υπουργείο Πολιτισμού. Είναι ο γνωστός σε όλη την Ελλάδα πολυχώρος, ο «Τσαλαπάτας», όπως το λένε οι Βολιώτες. Εκεί στεγάζεται και το Μουσείο Πλινθοκεραμοποιίας που εντάχθηκε στο Δίκτυο Θεματικών Τεχνολογικών Μουσείων του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς. Αρχικά, το πλινθοκεραμοποιείο ήταν ατμοκίνητο και σχεδιάστηκε με τις οδηγίες Βέλγων μηχανικών για τους αδελφούς Τσαλαπάτα. Ο πόλεμος και οι σεισμοί του 1955 προκάλεσαν σημαντικές ζημιές στο κτίριο και από το 1978 έπαψε να λειτουργεί, ωστόσο όλος ο μηχανολογικός εξοπλισμός παρέμεινε. Είναι ο μεγαλύτερος και πιο εντυπωσιακός από τους βιομηχανικούς χώρους-με 25 στρέμματα και στεγασμένες εγκαταστάσεις κτίρια που απλώνονται σε 7.500 τ.μ.
Στη διάρκεια της προτεινόμενης διαδρομής στο μουσείο θα μπείτε στην ατμόσφαιρα της καθημερινής ζωής στο εργοστάσιο. Θα δείτε τη διαδικασία με την οποία κατασκευάζονταν τα κεραμίδια και τα τούβλα, τις εγκαταστάσεις με τα τριβεία, το λεβητοστάσιο, τις δεξαμενές αργίλου, την αίθουσα διαλογής, τα παλιά ξηραντήρια και άλλα. Θα εντυπωσιαστείτε με τον χώρο όπου εκτίθεται η ατμοσφαιρική κάμινος Hoffman. Ο φούρνος 24ωρης καύσης όπου ψήνονταν τα κεραμίδια είναι ο μοναδικός στην Ελλάδα, στο είδος του. Στον πολυχώρο Τσαλαπάτα λειτουργούν all day καφέ-μπαρ, εστιατόρια, στεγασμένοι και υπαίθριοι χώροι εκδηλώσεων, wine-bar-γκαλερί, και υπηρεσίες του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
Το καπνεργοστάσιο Ματσάγγου: Τα διάσημα «σιγαρέτα Ματσάγγου» φτιάχνονταν στο μεγάλο εργοστάσιο που κτίστηκε σε τρεις διαφορετικές φάσεις στα τέλη του 19ου αιώνα, και είναι σημαντικό δείγμα βιομηχανικής αρχιτεκτονικής. Απλώνεται σε ένα ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο στο εμπορικό κέντρο του Βόλου και έχει συνδεθεί με αγώνες του εργατικού κινήματος. Την εποχή της ακμής του, το 1940, απασχολούσε περίπου 2.000 εργάτες και εργάτριες-τις λεγόμενες «ματσαγγοπούλες»-, και ήταν πρώτο σε παραγωγή τσιγάρων στην Ελλάδα. Η πτώχευση ήρθε το 1970. Μέρος του κτιρίου έχει ανακατασκευαστεί και στεγάζει το Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου. (Παύλου Μελά και Ερμού).
Το Υφαντουργείο Μουρτζούκου «Λεβιάθαν»: Ξεχωρίζει με την πριονωτή κεραμοσκεπή του και καταλαμβάνει έκταση 36 στρεμμάτων. Κτίστηκε το 1908 από τους Ζ. Μουρτζούκο και Ζ. Λεβή, διέκοψε τη λειτουργία του μεταξύ 1914-20 και συνέχισε για να ζήσει τη μεγάλη του ακμή ως το 1954 που έκλεισε. Παρήγαγε κυρίως μάλλινα υφάσματα, για τα οποία κέρδισε χρυσό μετάλλιο στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού το 1930. Απασχολούσε περισσότερους από 1000 εργάτες και είχε συμβάλει σημαντικά στην οικονομία του Βόλου. Μια ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια είναι πως η ψηλή καμινάδα του είχε μια μεγάλη «μπουρού» με τον ήχο της οποίας ξυπνούσαν οι εργάτες του Βόλου (δυστυχώς γκρεμίστηκε στην Κατοχή). Το παλιό κτίριο στεγάζει το Κέντρο Δια Βίου Μάθησης. (Ζάχου και Εφτά Πλατανιών).
Οι Αλευρόμυλοι Λούλη: Το συγκρότημα κτίστηκε το 1918 και ήταν ο πρώτος ατμόμυλος της περιοχής με το πρωτοποριακό για την εποχή ελβετικό σύστημα εγκαταστάσεων. Έχει ανακατασκευαστεί εδώ και χρόνια και παραμένει πολυσύχναστο αφού στεγάζει τα Village, καταστήματα, καφέ, bowling κ.α. (Στα Παλιά).
Η Καπναποθήκη Παπάντου: Κτισμένη γύρω στο 1920, έπαθε ζημιές στη διάρκεια των σεισμών του 1955 και έγινε στη συνέχεια αποθηκευτικός χώρος. Μεταξύ 1989-2000, περιήλθε στον δήμο και αναδιαμορφώθηκε για να στεγάσει το Μουσείο της Πόλης του Βόλου. (Φερών 17, στα Παλαιά).
Το κτίριο Χ. Σπίρερ: Κτίστηκε το 1926 για λογαριασμό του εμπορικού οίκου Χέρμαν Σπίρερ και στέγασε την καπναποθήκη του. Στο εντυπωσιακό εσωτερικό με εμφανή τα στοιχεία της βιομηχανικής αρχιτεκτονικής στεγάζεται η Διεύθυνση Αρχείων Μουσείων-Βιβλιοθήκη, οι υπηρεσίες βιώσιμης κινητικότητας, η πολεοδομία και τεχνικές υπηρεσίες. Στο κεντρικό προαύλιο γίνονται εκδηλώσεις, εκθέσεις κ.ά.
Η Κίτρινη Αποθήκη: Χαρακτηρισμένο ως Ιστορικό Διατηρητέο μνημείο, το κτίριο του μεσοπολέμου, που ανήκει στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, στέγαζε την καπναποθήκη της αμερικανικής εταιρίας Tobacco Co. Στη διάρκεια της Κατοχής λειτούργησε ως τόπος φυλάκισης και βασανιστηρίων της Γκεστάπο. Ανήκει στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και γίνονται έργα ώστε να στεγάσει προσεχώς το Κέντρο Ερευνών. (Βασάνη και Γαζή).
Η Παλιά Ηλεκτρική: Αυτή είναι μια ιδανική επανάχρηση βιομηχανικού κτιρίου, που είναι πλέον ολοζώντανο όλο το χρόνο. Ιδρύθηκε το 1911 και υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος. Το 1957 εξαγοράστηκε από τη ΔΕΗ που τη χρησιμοποίησε μέχρι το 1980. Το 1994 κρίθηκε Διατηρητέο. Στο ένα κτίριο είναι η έδρα του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Βόλου και στα άλλα η Δημοτική Σχολή Χορού Βόλου και το Θέατρο της Παλιάς Ηλεκτρικής όπου παρουσιάζονται παραστάσεις, εκδηλώσεις κ.ά. (Κουταρέλια και Χατζηαργύρη).