18.2.23

Νομός Θεσπρωτίας: Οικία Λάμπρου Τζαβέλλα


Άγριο και απόκρημνο μέρος το Σούλι. Ανάμεσα σε ψηλά βουνά της Θεσπρωτίας (Τούρλιας, Μούργκα, Ζαβρούχο), πάνω από τον κάμπο του Φαναρίου, μα και από τον Αχέροντα και την άλλοτε τρομακτική λίμνη των νεκρών-την Αχερουσία, που σήμερα είναι πια αποξηραμένη. Από τη μια μεριά του χωριού στέκει ο λόφος Κούγκι με τον μικρό ναό της Αγίας Παρασκευής. Απέναντί του βρίσκεται ο λόφος με τον ναό του Αγίου Δονάτου, ενώ νοτιότερα είναι ο λόφος της Κιάφας με το φρούριο που έχτισε εκεί ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων. Κάθε τοπωνύμιο αποτελεί κι έναν θρύλο, δεμένο με την ιστορία του νεότερου Ελληνισμού.

Η περιοχή ήταν έρημη μέχρι τον 16ο αιώνα, όταν ήρθαν οι πρώτοι κάτοικοι από γύρω περιοχές της Ηπείρου, ιδρύοντας 4 αρχικούς οικισμούς («Τετραχώρι»): το Σούλι, τη Σαμονίβα, την Κιάφα και τον Αβαρίνο. Στη συνέχεια προστέθηκαν κι άλλα χωριά και όλα μαζί αποτέλεσαν την Ομοσπονδία του Σουλίου. Το Σούλι μοιάζει σαν κάστρο, με τους ανέμους να περνούν ανεμπόδιστοι γύρω του, σφυρίζοντας ανάμεσα στα ερείπια των οχυρωμένων σπιτιών των παλιών πολεμάρχων: Τζαβελλαίοι, Μποτσαραίοι, Νταγκλαίοι, Θανασαίοι, Ζαρμπαταίοι, Δρακαίοι κ.ά. Η σύγκριση με τη σημερινή εικόνα εγκατάλειψης είναι συνταρακτική. Εξαίρεση αποτελεί η οικία του Λάμπρου Τζαβέλλα, καθώς αποκαταστάθηκε πρόσφατα με φροντίδα των απογόνων της οικογένειας.

Το τζάκι του Τζαβελλαίικου κάπνισε και πάλι: Ο κ. Κωνσταντίνος Τζαβέλλας είναι απόγονος όγδοης γενιάς του ξακουστού Σουλιώτη πολέμαρχου Λάμπρου Τζαβέλλα. Ο οποίος γεννήθηκε το 1745, τραυματίστηκε το 1792 σε μάχη με τους Τουρκαλβανούς του Αλή Πασά και πέθανε 2 χρόνια αργότερα, από επιπλοκές του τραυματισμού του. | Περήφανος για την καταγωγή σας; | «Περήφανος, αλλά χωρίς έπαρση. Δεν είμαι εγώ ο πολέμαρχος. Φέρω το ένδοξο επώνυμο, οπότε πρέπει να αποδεικνύουμε στη ζωή μας πως είμαστε άξιοι του ονόματος. Κι έχουμε υποχρέωση αυτή την ιδιαίτερη κληρονομιά να την κοινωνούμε στους συμπολίτες μας. Εδώ είναι το σπίτι του αγωνιστή Λάμπρου Τζαβέλλα, αλλά εδώ, στο Σούλι, βρίσκονται και οι οικίες των οπλαρχηγών Δήμου Δράκου, Γεωργίου Μπότσαρη, Κόγκα Δαγκλή, του Κουτσονίκα και άλλων πολλών επιφανών αγωνιστών. Η περιοχή χαρακτηρίστηκε ως αρχαιολογικός χώρος δεκαετίες πριν. Ο κυρίως χώρος του Σουλίου περιλαμβάνει κτίσματα που θεμελιώθηκαν από το 1600 και μετά. Εδώ και δεκαετίες, έχει περιέλθει στο ελληνικό Δημόσιο».

Σαν ένα μικρό κάστρο μου φαίνεται το προγονικό σας σπίτι, κ. Τζαβέλλα. Μικρά παράθυρα, μικρές πόρτες. | «Μα έτσι είναι. Όλα τα σπίτια έφεραν κρυφά ανοίγματα (οπές) στους τοίχους, από τα οποία μπορούσαν να ελέγχουν την γύρω περιοχή. Τα χρησιμοποιούσαν όμως και ως πολεμίστρες. Γι’ αυτό και πάρα πολλά από αυτά λειτούργησαν και ως οχυρά στους πολέμους των Σουλιωτών και πολλές φορές λεηλατήθηκαν από τους Τουρκαλβανούς. Το πιο συνηθισμένο σχέδιο των σουλιώτικων οικιών του Τετραχωρίου είναι το ορθογώνιο παραλληλόγραμμο ή το τετράγωνο. Υπάρχουν σπίτια μονώροφα ή ημιδιώροφα (όταν το έδαφος έχει κλίση), αλλά και ψηλά, διώροφα πυργόσπιτα, συνήθως τετραγωνικής κάτοψης-οι λεγόμενες Κούλιες. Άλλο σχέδιο είναι οι οικίες τύπου Γάμα· μια Κούλια, δηλαδή, που συνδυάζεται με κάποιον πρόσθετο βοηθητικό χώρο. Αλλά το πιο χαρακτηριστικό σχέδιο οικίας, το οποίο συναντιέται μόνο στο Σούλι, είναι η κατά κορυφή συνένωση δύο τετραγώνων διώροφων, όπως συμβαίνει λ.χ. και με το Τζαβελλαίικο.

Μαζί με τις ψηλές Κούλιες, αυτά τα σπίτια ήταν τα μεγαλύτερα, οπότε συνήθως ήταν σπίτια καπεταναίων. Τα κάτω δωμάτια (κατώγια) χρησιμοποιούνταν για την προστασία των λίγων οικόσιτων ζώων (αλόγων, μουλαριών κλπ.), αλλά και για τη φύλαξη πυρομαχικών και των τροφίμων». Η οικία Τζαβέλλα, που ήταν ερειπωμένη, ξεκίνησε να αποκαθίσταται από την οικογένεια το 1985, όταν ο ταξίαρχος εν αποστρατεία Λάμπρος Τζαβέλλας-έβδομος απόγονος του θρυλικού πολέμαρχου-έβγαλε την πρώτη σχετική άδεια από την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Η διαδικασία αποκατάστασης της αρχικής μορφής διήρκεσε 36 χρόνια, μέχρι τις 24 Οκτωβρίου 2021, όταν κι έγιναν τα εγκαίνιά της.

«Ξέρετε, αυτή η διαδικασία αποκατάστασης αποτέλεσε ευχή κάθε πατέρα και υπόσχεση κάθε γιου της οικογένειάς μας, για επτά ολόκληρες γενιές. Μέχρι τις 21 Μαΐου 2021, όταν άναψε ξανά το τζάκι στο Τζαβελλαίικο, κόντρα στην κατάρα του Αλή Πασά. Ήταν μια δύσκολη και δαπανηρή διαδικασία, με πολλές χαρές και συγκινήσεις», μας εξηγεί ο κ. Τζαβέλλας, καθώς κουβεντιάζουμε στα φιλόξενα τραπέζια του Ξενώνα Σουλίου, ο οποίος αποτελεί καρδιά της όλης περιοχής. Τριγύρω μας ακούγονται μόνο βελάσματα ζώων.

Η κατάρα του Αλή Πασά; | «Βέβαια. Όταν συνθηκολόγησε το Σούλι, το 1803, ο Αλή Πασάς έκαψε όλα τα σπίτια και άφησε κατάρα, να μη δει ποτέ ξανά σουλιώτικο τζάκι καπνίζει. Οι Σουλιώτες έφυγαν τότε από τον τόπο τους, χωρισμένοι σε τρεις φάλαγγες. Η πρώτη πέρασε στην Πάργα και από εκεί στην Κέρκυρα. Η δεύτερη σφαγιάστηκε στο Ζάλογγο, εκεί όπου στέκει σήμερα το ομώνυμο μνημείο-ως τιμή στο αδάμαστο πνεύμα που έδειξαν οι Σουλιώτισσες, που προτίμησαν να γκρεμιστούν με τα παιδιά τους αντί να πιαστούν αιχμάλωτες. Και η τρίτη φάλαγγα κατέφυγε στα Άγραφα. Το 1804 πολλά μέλη αυτής σφαγιάστηκαν στη μάχη του Σέλτσου. Οι εναπομείναντες διέφυγαν στην Πάργα. Μέσα στο 1804, έπειτα, ο Αλή Πασάς έφτιαξε το κάστρο της Κιάφας κι έβαλε φρουρά, ώστε να είναι σίγουρος ότι οι Σουλιώτες δεν θα επέστρεφαν ποτέ στη γη τους. Έμεινε μόνο ο καλόγερος Σαμουήλ στο μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής στο Κούγκι, ο οποίος το ανατίναξε όταν ο γιος του Αλή Πασά πήγε και του ζήτησε να παραδώσει τα πυρομαχικά».

Δεν ξαναπάτησαν εδώ οι Σουλιώτες, από τότε; | «Ξαναπάτησαν τα χώματά τους μια φορά ακόμα, καθώς η ιστορία έχει γυρίσματα. Όταν ο Σουλτάνος κήρυξε τον Αλή Πασά «φερμανλή» (τον επικήρυξε), εκείνος ζήτησε βοήθεια από τους ως τότε άσπονδους εχθρούς του ώστε να αντιμετωπίσει τα σουλτανικά στρατεύματα. Το αντάλλαγμα ήταν να επιστρέψουν στο Σούλι, πράγμα που έγινε. Λίγα χρόνια αργότερα, όμως, ήρθε το φοβερό 1822, όταν έχασαν την πατρίδα τους για πάντα. Ο Αλή Πασάς είχε ως τότε αποκεφαλιστεί από τον Χουρσίτ πασά, ο οποίος ανάγκασε τους Σουλιώτες να συνθηκολογήσουν οριστικά, διώχνοντάς τους από την κοιτίδα τους. Μεταφέρθηκαν τότε για λιμοκάθαρση στην Άσσο της Κεφαλλονιάς, για να επιστρέψουν έπειτα στην ηπειρωτική Ελλάδα και να ενταχθούν στις δυνάμεις της Ελληνικής Επανάστασης».

Με τα λόγια του κ. Τζαβέλλα, «οι Σουλιώτες ήταν οι καταδρομείς της Επανάστασης του 1821: φοβεροί νυχτομάχοι, άφοβοι, ανυποχώρητοι πολεμιστές». Τα είπε άλλωστε και ο Αδαμάντιος Κοραής πίσω στο 1803, όταν σε επιστολή του έγραψε πως «η Ελλάς όλη, με τα δάκρυα εις τους οφθαλμούς, εσάς βλέπει, εις εσάς καυχάται, από σας παρηγορείται και από σας μετά τον Θεόν ελπίζει την ελευθερίαν των λοιπών αυτής τέκνων και αδελφών σας».

Τα γεγονότα του 1822 σηματοδότησαν την οριστική εγκατάλειψη του Σουλίου. Όταν τελείωσε η Ελληνική Επανάσταση, από τους χιλιάδες πολεμιστές που υπήρχαν κάποτε είχαν απομείνει ζωντανοί περίπου 200 μόνο. Και κανένας τους δεν μπόρεσε να επιστρέψει στην πατρίδα του. Όπως λέει ο κ. Τζαβέλλας, «τα σπίτια ερειπώθηκαν, το Σούλι έμεινε εγκαταλειμμένο χωρίς τους ανθρώπους που το πρωτοκατοίκησαν, χωρίς καμία προσπάθεια για την ανάστασή του, όπως θα συνέβαινε αργότερα σε άλλους τόπους της χώρας με ιδιαίτερη ιστορική σημασία».

Στο Σούλι ο χρόνος έχει σταματήσει: Ανεβαίνοντας σήμερα στο Σούλι νιώθεις πως ο χρόνος έχει σταματήσει. Το χωριό ξανοίγεται σε ένα πλάτωμα, διαθέτοντας ελάχιστα σπίτια, χτισμένα τα τελευταία χρόνια από τους λίγους κατοίκους που ζουν σήμερα εκεί. Οι αρχικές, παραδοσιακές οικίες στέκουν ερειπωμένες. Πίσω από τον Ξενώνα Σουλίου προβάλλουν διάσπαρτα τα μισογκρεμισμένα πέτρινα πηγάδια: ένα για κάθε οικογένεια Σουλιωτών. Άνυδρος ο τόπος, πολεμική η κοινωνία, η αυτάρκεια ήταν όρος ζωής. Εκεί, στο κέντρο του χωριού, συνεδρίαζε και η «πλεκεσία», η ανώτατη εξουσία των Σουλιωτών δηλαδή, η οποία αποτελούνταν από τους αρχηγούς κάθε φάρας. Η φάρα ήταν ο τύπος κοινωνικής οργάνωσης των Σουλιωτών, αποτελούμενη από τις οικογένειες που ανήκαν στο ίδιο γένος. Κάθε φάρα είχε τον δικό της αρχηγό και όλα τα μέλη της υπάκουαν στις αποφάσεις του.

Οι χήρες των μεγάλων αγωνιστών του Σουλίου συμμετείχαν στη Γερουσία με ίσα δικαιώματα, ενώ η γυναίκα του δειλού έπαιρνε τελευταία νερό από το πηγάδι. «Ήταν μια πολεμική κοινωνία, στην οποία η πειθαρχία και η γνώση των όπλων ήταν ζωτικής σημασίας για την επιβίωση. Οι γυναίκες είχαν εξέχουσα κοινωνική θέση: έφεραν όπλα, ήξεραν να τα χρησιμοποιούν και πολεμούσαν. Ήταν λίγοι οι Σουλιώτες, ήταν προκλητική η τόλμη τους και η πολεμική τους τέχνη, οπότε δεν περίσσευε κανένας», σχολιάζει με τον άμεσο λόγο του ο κ. Τζαβέλλας.

Νιώθεις μια ιδιαίτερη πνευματικότητα περπατώντας ανάμεσα στις ερειπωμένες λιθιές και στα παμπάλαια μονοπάτια, που πια τα κρύβουν οι θάμνοι. Αισθάνεσαι τις ιαχές και τα χνώτα των ανθρώπων που έζησαν σε αυτόν τον τόπο, στον οποίον δεν υπήρχε απλά ένα χωριό, μα μια ελεύθερη συμπολιτεία στρατιωτικά οργανωμένη. Με τον νου σου, λοιπόν, ίσως «δεις» τις φοβερές φιγούρες των τότε πολεμιστών: ισχνές, με φουστανέλα, με ξυρισμένους τους κροτάφους και το μπροστινό μέρος της κεφαλής, με τα μαλλιά πιασμένα σε μια μακριά λιανή κοτσίδα, η οποία έφτανε μέχρι χαμηλά την πλάτη. Έτσι όπως τους απεικόνιζαν και οι ξένοι περιηγητές. Ίσως «δεις», επίσης, τους αρχηγούς κάθε φάρας. Καθισμένους σταυροπόδι στη γη, να παίρνουν τις αποφάσεις τους για πόλεμο, για φευγιό, για εγκλήματα ή για κληρονομικές διαφορές-καθώς η πλεκεσία είχε και δικαστική εξουσία. Μπορεί βέβαια να τους φανταστείς και σε μια ανάπαυλα από τις μάχες, να παίζουν τον ταμπουρά και να χορεύουν.

«Ο επισκέπτης που έρχεται μέχρι εδώ», σχολιάζει ο κ. Τζαβέλλας, «διαπιστώνει την απόσταση ανάμεσα στη συνταρακτική ιστορική βαρύτητα του Σουλίου και στην ερήμωσή του, την εγκατάλειψή του, όπως αποτυπώνεται στον φυσικό χώρο. Πρέπει να αποκατασταθούν τα σπίτια, τα πηγάδια, η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, οι εκκλησίες της Παναγίας, του Αγίου Δονάτου, του Αγίου Νικολάου». Για μια νότα αισιοδοξίας, ωστόσο, ας αναφερθεί ότι από τον Οκτώβριο του 2019 η Περιφέρεια Ηπείρου ξεκίνησε μια προσπάθεια αποκατάστασης του ιστορικού χώρου του Σουλίου με ομάδες ειδικών από το Μετσόβιο Πολυτεχνείο και το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, σε συνεργασία με την Αρχαιολογική Υπηρεσία και το Υπουργείο Πολιτισμού. Οι μελέτες καθυστέρησαν λόγω της πανδημίας, πάντως έχει γίνει μια πρώτη αρχή.

Τι μπορείτε να δείτε | Με τα πόδια: Στο κέντρο του χωριού, κάτω από αραιά δέντρα, θα περιηγηθείτε στον χώρο του βουλευτηρίου (πλεκεσία), με τα 67 αρχαία πέτρινα πηγάδια. Θα σταθείτε επίσης στη μεγάλη αυλή του κεραμοσκεπούς Κοινοτικού Κτηρίου (το παλιό Δημοτικό Σχολείο), το οποίο «φυλάσσουν» οι προτομές του Μάρκου Μπότσαρη, του Φώτου Τζαβέλλα, του καλόγερου Σαμουήλ και του Τζήμα Ζέρβα. Θα επισκεφτείτε το «Τζαβελλαίικο», όπως λέγεται η αποκαταστημένη κατοικία του πολεμάρχου Λάμπρου Τζαβέλλα. Βρίσκεται λίγο πιο ψηλά από το Κοινοτικό Κτήριο, προς τα βόρεια, στους πρόποδες της κορυφής Βούτσι. Απέξω δεσπόζουν οι προτομές του Λάμπρου και της Μόσχως Τζαβέλλα.

Μέσα θα δείτε τα πορτρέτα του Λάμπρου, του Φώτου, του Νικόλαου, του Δημητρίου, του Λάμπρου και του Κώστα Τζαβέλλα. Ο ζώντες Τζαβελλαίοι, ο συνομιλητής μας και ο πατέρας του, δεν έχουν αποκτήσει ακόμα πορτρέτα. Κάθε τελευταία Κυριακή του Μαΐου, στις Εορτές Μνήμης Σουλίου, το Τζαβελλαίικο μένει ανοιχτό για το κοινό, παρουσιάζοντας μια εξαιρετική έκθεση οικογενειακών κειμηλίων, τα οποία μεταφέρονται από την Αθήνα ειδικά γι’ αυτόν τον σκοπό. Στη σχετική ιστοσελίδα (https://oikiatzavella.wordpress.com/) μπορείτε να ενημερωθείτε για την ιστορία της Οικίας και για το πρόγραμμα λειτουργίας της.

Με το αυτοκίνητο: Το Κούγκι, με τον ναό της Αγίας Παρασκευής, τον οποίον ανατίναξε ο ξακουστός καλόγερος Σαμουήλ ώστε να μην πέσουν τα σουλιώτικα πυρομαχικά στα χέρια του Αλή Πασά. Στον δρόμο προς τα εκεί στέκεται και ο ναός του Αγίου Δονάτου-πολιούχος της Παραμυθιάς, μα κι ένας από τους προστάτες των Σουλιωτών. Την Κιάφα, επίσης, με το κάστρο που έχτισε εκεί ο Αλή Πασάς μετά τον πρώτο εκπατρισμό των Σουλιωτών (1803), ώστε να τους εμποδίσει να επιστρέψουν στις εστίες τους.

Άλλοι προορισμοί: Το αρχαίο νεκροταφείο βόρεια του Τζαβελλαίικου, τα Δρακαίικα σπίτια, ο πολιούχος των Σουλιωτών Άη Γιώργης, από τον οποίο στέκει πια μόνο το ιερό. Το 1772 ο Τουρκαλβανός Σουλεϊμάν Τσαπάρης επιτέθηκε στο Σούλι. Καταδιωκόμενους από τους κατοίκους του, ταμπουρώθηκε στον ιστορικό ναό με 40 συμπατριώτες του, προκειμένου να αμυνθεί. Οι Σουλιώτες, για να μην κάψουν την εκκλησία τους, έριξαν μέσα μέλισσες, αναγκάζοντάς τους να εξέλθουν.

Πληροφορίες, φαγητό, διαμονή: Ψυχή του χωριού, μοναδικό «ζωντανό» σημείο και επίκεντρο για κάθε δράση, ο Ξενώνας Σουλίου, ανοιχτός καθημερινά. Θα πάρετε πληροφορίες για τα αξιοθέατα, θα φάτε υπέροχο τοπικό φαγητό και, αν θέλετε, θα κοιμηθείτε στα απλά, πεντακάθαρα δωμάτια. Τηλεφωνήστε όμως πρώτα, διότι η χωρητικότητα είναι μικρή.