Αλλά ας πιάσουμε το νήμα από την αρχή. Φέρι από το Πέραμα έως τα Παλούκια κι έπειτα μια ανάσα δρόμος έως την πόλη της Σαλαμίνας, δυτικά. Παραθαλάσσια ανάβαση δίπλα από τα ταβερνάκια και τα σκιασμένα από τα πεύκα καφενεία της Κούλουρης, για μια γεύση κοσμικής ανεμελιάς, και μετά στροφή δεξιά και γραμμή για τη Μονή Φανερωμένης, η οποία βρίσκεται στη βόρεια ακτή της βορειοδυτικής χερσονήσου του νησιού. Μόλις ο ηπειρωτικός δρόμος που κατευθύνεται προς βορρά βγάλει στον όρμο των Βασιλικών και στην Ψιλή Άμμο, υπάρχουν, οδεύοντας δυτικά, πολλά ανοίγματα δίπλα στην άσφαλτο για στάθμευση. Διότι, από δω και πέρα, η ιστορία του παρθένου πευκοδάσους ξετυλίγεται πεζή.
Ένα πλέγμα από φυσικά μονοπάτια διατρέχει το δάσος, τον προπολεμικό και μεταπολεμικό παράδεισο των Κουλουριωτών, όπου οικογένειες ξέσκαγαν με βόλτες και παιχνίδια και ευωχούνταν και κατασκήνωναν, όπου στον Μεσοπόλεμο ο Σικελιανός διάβαζε ποιήματα στον Παλαμά και σε άλλους φίλους, καθισμένους μες στις σκιερές, ευωδιαστές του κόγχες. «Κάποτε υπήρχε εδώ ζωή, άνθρωποι, κι όπου υπάρχουν άνθρωποι υπάρχει φροντίδα και προστασία», λέει η κ. Καλομοίρα Παπαμιχαήλ-Διγενάκη, πρόεδρος του ΝΠΔΔ Βιβλιοθήκη-Μουσείο Λαϊκής Τέχνης και Ιστορίας του Δήμου Σαλαμίνας.
Κάπου κάπου διακρίνονται κάτω από τα δέντρα τα πέτρινα υπολείμματα των παιδικών κατασκηνώσεων που, εκκινώντας από τον Μεσοπόλεμο, γνώρισαν δόξες, υπό τη ΧΑΝ, στη δεκαετία του ’60 και έπειτα ξανά του ’80· από αυτές έχουν απομείνει, χαμένα μέσα στη δασωμένη πλαγιά, λίγες βάσεις σκηνών, μερικά ερείπια βοηθητικών χώρων και η υπόγεια διάβαση που οδηγούσε με ασφάλεια τα παιδιά στη θάλασσα. Το δάσος απλώνεται πάνω από μια σχεδόν αδιάκοπη αλυσίδα μικρών και μεγαλύτερων αμμουδερών κολπίσκων.
Άλλοτε το έδαφος χαμηλώνει και είναι άμεση η πρόσβαση στις παραλίες κι άλλοτε απαιτεί αναζήτηση περισσότερο κρυφών διόδων καθόδου. Άλλοτε τα νερά ρυτιδώνουν κρυστάλλινα πάνω από έναν αμμουδερό βυθό κι άλλοτε γλείφουν φαιόγκριζες και γαλαζόγκριζες πλάκες βράχων. Στη γραμμή του χειμέριου κύματος, μια παχιά ζώνη από κοχύλια μαζί με λίγα από τα απόβλητα του πολιτισμού. Όμως τα όστρακα από μύδια, γυαλιστερές, κυδώνια, χτένια, αχιβάδες, αχινούς, φούσκες, χάβαρα υπερτερούν, καθιστώντας μάλλον δυσδιάκριτη την πλαστική ύλη.
Πίσω στο δάσος: Η διαδρομή οδηγεί, ξανά και ξανά, πίσω στο δάσος με τις ανάμεικτες μυρωδιές από ρετσίνι, αγριολούλουδα και ιώδιο. Ομάδες παιδιών τρέχουν ανάμεσα στα δέντρα, ποδηλάτες αγωνίζονται σε ορεινές, δασωμένες διαδρομές, παρέες περπατούν ήσυχα στα σκιασμένα μονοπάτια, άλλοι παίζουν στις παραλίες με τηλεκατευθυνόμενα σκαφάκια, μια παρέα έχει στήσει υπαίθριο τραπέζι στην άκρη ενός βράχου πάνω από τη θάλασσα. Η ατμόσφαιρα διάφανη. Το παραθαλάσσιο δάσος σταματά για λίγο και ένα λιβάδι σπαρμένο με κίτρινες μαργαρίτες και ανθισμένη άγρια ρόκα και βρούβα ξετυλίγεται εκθαμβωτικό.
Στην άκρη του, δίπλα στη θάλασσα, το κατάλευκο σπίτι όπου ο Άγγελος Σικελιανός έζησε από το 1933 έως το 1950. Μια δυνατή εικόνα, από εκείνες που δεχόμαστε σαν λύτρωση. Θα μας ακολουθούσε για ώρες. Πίσω, πάνω από τον δρόμο, το πέτρινο συγκρότημα της Μονής Παναγίας Φανερωμένης, και πέρα από αυτό η συνέχεια του παραθαλάσσιου πευκοδάσους έως την προβλήτα, στην άκρη της χερσονήσου, από όπου αναχωρούν τα φέρι μποτ για τη Νέα Πέραμο και τα Μέγαρα. Όλη η δασωμένη περιοχή ανήκει στη μονή και έτσι έχει διατηρηθεί αλώβητη.
Τη μονή ίδρυσε το 1670 ο Μεγαρίτης Λάμπρος Κανέλλος, ανοικοδομώντας παλιά εκκλησία του 13ου αιώνα που είχε χτιστεί πάνω στα ερείπια του αρχαίου ναού της Σκυράδας Αθηνάς. Ο Λάμπρος Κανέλλος ανέσυρε από τα χαλάσματα του χριστιανικού ναού την παλιά εικόνα της Παναγίας, έχτισε τη μονή, μετονομάστηκε σε Λαυρέντιος, μόνασε, προσέφερε, ασκήτευσε σε ένα κελί σε δυσπρόσιτο σημείο. Αργότερα ανακηρύχθηκε από την Εκκλησία όσιος. Στο Καθολικό της μονής, τρίκλιτη βασιλική με υψηλό τρούλο, σώζονται αγιογραφίες του Γεωργίου Μάρκου, του 1735. Στον ναό των Αγίων Αποστόλων φυλάσσονται παλιά έγγραφα, ιερά λείψανα, ιερά σκεύη και κειμήλια, αλλά και όπλα αγωνιστών του 1821.
Διότι η μονή είχε μετατραπεί τότε σε αρχηγείο των αγωνιστών του 1821. Εκεί συνεδρίαζαν οι Μακρυγιάννης, Τζαβέλλας, Κριεζώτης, Υψηλάντης, Μαυροβουνιώτης, Καραϊσκάκης, εκεί μεταφέρονταν και φυλάσσονταν πολύτιμα κειμήλια, εκεί κατέφευγαν άμαχοι, εκεί περιθάλπονταν τραυματισμένοι αγωνιστές, σε νοσοκομείο που είχε στηθεί με εξέχοντες Αθηναίους γιατρούς. Στο προαύλιο του Καθολικού υπάρχει ο τάφος του οπλαρχηγού Γκούρα. Το 1944 το μοναστήρι μετατράπηκε από ανδρικό σε γυναικείο.
Το σπίτι του ποιητή: Ο Σικελιανός πρωτοεπισκέφτηκε το νησί το 1930. Στη θέση όπου ορθώνεται το σπίτι-μουσείο υπήρχε στα προεπαναστατικά χρόνια ένας από τους δέκα ανεμόμυλους της Σαλαμίνας. Πάνω στα ερείπιά του χτίστηκε το διοικητήριο του ναύσταθμου, που μεταφέρθηκε το 1878 από τον Πόρο στον Όρμο της Φανερωμένης. Το 1881 ο ναύσταθμος μετεγκαταστάθηκε οριστικά στα Παλούκια. Το κτίσμα, αυτό το όμορφο μικρό διώροφο, περιήλθε στη μονή, που μετέτρεψε τον ισόγειο χώρο σε αρσανά και τον επάνω όροφο σε ησυχαστήριο μοναχού. Ο ποιητής, ο οποίος είχε ήδη κτίσει δεσμούς με ανθρώπους της Φανερωμένης και ιδιαίτερα με τον μοναχό Αμβρόσιο, ζήτησε το 1933 έναν χώρο για να μείνει.
Του παραχωρήθηκε ο αρσανάς-ησυχαστήριο. Από το 1938 άρχισε να το μοιράζεται με τη δεύτερη γυναίκα του, Άννα. Έζησε εκεί μαζί της το μεγαλύτερο μέρος των δύσκολων χρόνων του ως το τέλος της ζωής του. «Αγάπησε τη Σαλαμίνα και τον αγάπησε κι αυτή. Δημιούργησε ισχυρές φιλίες με πνευματικούς αλλά και απλούς κατοίκους του νησιού, έκανε κουμπαριές. Η Σαλαμίνα τον θεωρεί δικό της άνθρωπο», λέει η κ. Παπαμιχαήλ-Διγενάκη. Ήταν η Άννα που είχε την ιδέα για την αναστήλωση του σπιτιού, η οποία ολοκληρώθηκε το 2006 από τον Δήμο Σαλαμίνας και την Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων Αττικής.
Εκεί δημιουργήθηκε ένα μικρό μουσείο με αντικείμενα, έπιπλα, κειμήλια, φωτογραφίες, επιστολές, που παραχώρησαν η Άννα Σικελιανού και φίλοι του ζευγαριού. Το μουσείο μπορεί να επισκεφθεί κανείς μόνο κατόπιν συνεννόησης με τη Βιβλιοθήκη-Λαογραφικό Ναυτικό Μουσείο. Ο αέρας περνάει μέσα από τα φυλλώματα του δέντρου της αυλής. Σιγά σιγά το φως χάνει το ανάλαφρο χρώμα του, γίνεται ύλη κατακόκκινη, πυκνή. Όλα αλλάζουν. Το τοπίο μεταμορφώνεται από τη μία ώρα στην άλλη, από τη μία μέρα στην άλλη, από τον έναν στον άλλο. Γιατί, όπως έλεγε ο Βενέζης, το τοπίο είναι ο άνθρωπος που το βλέπει.