Σε αυτό το ταπεινό κτίσμα ο Σικελιανός αποσυρόταν για να γράψει, εμπνεόμενος από την ομορφιά του τοπίου αλλά και από τη συναναστροφή του με τους ντόπιους, που τον αγκάλιασαν με θέρμη και δέος. O Άγγελος Σικελιανός έρχεται για πρώτη φορά στη Σαλαμίνα γύρω στο 1930. Τον φέρνει ένας αγαπημένος του φίλος, ο Σαλαμίνιος ποιητής Ανδρέας Σαλτάρης (1914-1946). Στο μοναστήρι της Φανερωμένης θα του γνωρίσει τον μοναχό Αμβρόσιο, ένα πρόσωπο του οποίου η μοίρα ήταν δεμένη με τη μονή-είναι χαρακτηριστικό πως ήταν ο μόνος που δεν την εγκατέλειψε κατά τη διάρκεια της Κατοχής αλλά ούτε και όταν, λίγο πριν από την Απελευθέρωση, τον Ιούλιο του 1944, η μονή έγινε γυναικεία. Οι δύο άντρες αναπτύσσουν στενή φιλία και το 1933 ο Αμβρόσιος παραχωρεί στον Άγγελο Σικελιανό το παλιό λεμβαρχείο της μονής.
Ο Σικελιανός θα εγκατασταθεί στο διώροφο σπιτάκι και θα στεγάσει σε ένα κοντινό παράσπιτο το γραφείο του, το μεγαλύτερο που απέκτησε ποτέ, κατασκευασμένο από τα ξύλα που περίσσεψαν από τον εξώστη του κυρίως οικήματος. Σχεδόν μέχρι τον θάνατό του ο Σικελιανός μοιράζει τη ζωή του ανάμεσα στην Αθήνα και στη Σαλαμίνα. Θα συνδεθεί με τους ανθρώπους του νησιού, τα αδέλφια Ανδρέα και Νίκο Σαλτάρη, τον Φίλιππα Τούτση, τον Γιάννη Κριέλα. Το 1938 φέρνει στην Κούλουρη για πρώτη φορά την Άννα Καμπανάρη, με την οποία θα παντρευτούν το 1940. Εκείνη θα αγαπήσει το νησί αλλά και τους κατοίκους του και το ζευγάρι θα περνά εδώ όλο και περισσότερο χρόνο.
Εκτός από τους ντόπιους, με τους οποίους συναναστρέφεται καθημερινά, ο Σικελιανός θα αποκτήσει στη Σαλαμίνα έναν ακόμα σταθερό συνομιλητή, τον αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό, τον οποίον το καθεστώς Μεταξά θα περιορίσει το 1938, και μέχρι το τέλος του ελληνοϊταλικού πολέμου, στην Ι.Μ. Φανερωμένης. Συγκινημένος ο ποιητής, στις 23 Αυγούστου 1941, ημέρα γιορτής της μονής, θα παρακολουθήσει ανάμεσα σε πλήθος κόσμου τον Δαμασκηνό να λειτουργεί στη Φανερωμένη, μετά την επάνοδό του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Η γερμανική κατοχή θα διαλύσει τη γαλήνια ζωή του Άγγελου και της Άννας. Θα φύγουν από το νησί μετά τον μεγάλο βομβαρδισμό του Πειραιά, για να διαφυλάξουν το σπίτι τους στην Αθήνα.
Κατά τη διάρκεια της απουσίας τους, οι Γερμανοί, φτάνοντας με βάρκες από το Μεγάλο Πεύκο, λεηλατούν το παραθαλάσσιο σπιτάκι. Επιστρέφοντας, με τη βοήθεια των φίλων τους θα μεταφέρουν ό,τι είχε απομείνει στο παράσπιτο, ενώ οι κατακτητές θα χρησιμοποιήσουν το σπίτι για να επιτηρούν το μοναστήρι, όπου σκόπευαν να συγκεντρώσουν τους κρατούμενους σε περίπτωση εξέγερσης των κατοίκων. Το ζευγάρι, αντιμετωπίζοντας μεγάλες οικονομικές δυσκολίες και μη μπορώντας να επιβιώσει στην Αθήνα κατά τη διάρκεια της Κατοχής, θα αναζητήσει επανειλημμένως καταφύγιο στο παράσπιτο και στην αγαπημένη του Κούλουρη. Από δω, από τα χέρια του μελισσοκόμου Σπύρου Παπανικολάου, θα πάρει ο ποιητής ένα πολύτιμο βάζο μέλι, για να το δώσει στον βαριά άρρωστο Κωστή Παλαμά μία μόλις βδομάδα πριν εκείνος πεθάνει.
Τα επόμενα χρόνια και μέχρι το τέλος ο Σικελιανός, αντιμετωπίζοντας προβλήματα υγείας, θα έρχεται όποτε αυτή του το επιτρέπει, στη Σαλαμίνα. Το 1947 θα του παραχωρηθεί το δεσποτικό της μονής, όπου θα γράψει την τραγωδία «Ο θάνατος του Διγενή». Τον Μάρτιο του 1950 θα επισκεφθεί για τελευταία φορά τη Σαλαμίνα. Ο θάνατός του τον Ιούνιο του 1951 θα συνταράξει το νησί, στο οποίο η μνήμη αλλά και ο μύθος του παραμένουν μέχρι σήμερα ισχυρά.
Γράφει για τη σχέση του Σικελιανού με τη Σαλαμίνα ο φιλόλογος και δρ. Λαογραφίας, Παναγιώτης Βελτανισιάν, στο περιοδικό «Βάκιλος» (τεύχος α', Ιούλιος 2008): «Καθώς εισχωρεί όλο και περισσότερο στην καθημερινότητα της ζωής του νησιού, η επαφή του με τους ντόπιους τον οδηγεί στην ανάπτυξη εγκάρδιων σχέσεων, πολλές από τις οποίες θα καταλήξουν σε κουμπαριές. Η πιο δυνατή φιλία που έκανε ο Άγγελος ήταν αυτή με τον Γιάννη Κριέλα, ο οποίος έγινε ο προσωπικός του οδηγός και σε αυτόν θα επικεντρωθούμε. Μ' αυτόν πήγαινε τακτικά στη Συκιά Ξυλοκάστρου για να δουν το σπίτι που είχε χτίσει μαζί με την πρώτη του γυναίκα, την Εύα Πάλμερ, και που η ανέχεια τον οδήγησε να το πουλήσει. Σαν κλέφτης έμπαινε στο κτήμα από έναν πεσμένο μαντρότοιχο και με πικρία νοσταλγούσε τις ευτυχισμένες αλλοτινές μέρες.
Σε μία από αυτές τις επισκέψεις ο Κριέλας θυμάται ένα περιστατικό. Αρχές Σεπτεμβρίου του 1941, καθώς επέστρεφαν από τη Συκιά στη Σαλαμίνα, συνάντησαν μπλόκο των Γερμανών έξω από την Κόρινθο. Τότε ο Σικελιανός σηκώθηκε όρθιος στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου και, απαλλαγμένος από τον φυσιολογικό, ανθρώπινο φόβο, «ίδιος Ολύμπιος Θεός», διέταξε τον Κριέλα να μην υπακούσει στις εντολές των Γερμανών αλλά να αυξήσει ταχύτητα. Το πέρασμά τους ήταν φευγαλέο. «Σαν αόρατοι περάσαμε από μέσα» έλεγε ο Κριέλας. Στη δεύτερη διήγηση του Κριέλα που θα καταγράψουμε εμφανίζεται πάλι ο ποιητής να του ζητά να τον οδηγήσει στον Τύμβο των Σαλαμινομάχων, για να απαγγείλει στίχους. Οι ντόπιοι Αμπελακιώτες θυμούνται μια επιβλητική φυσιογνωμία να περνά μέσα από το χωριό, πάνω στο αυτοκίνητο, φορώντας μια παράξενη, βαριά μπέρτα, και ψιθύριζαν: «Ήρθε ο ποιητής, ήρθε ο ποιητής!».
Όλοι γνωρίζουμε τη μεταφυσική διάσταση της ορφικής ιδέας στα ποιήματα του Σικελιανού, τη μυσταγωγία της διονυσιακής του γραφής και την επιθυμία για τη δημιουργία μιας λυρικής ουτοπίας. Πέρα όμως από το έργο του, τα δύο αυτά περιστατικά επιβεβαιώνουν το πέρασμα από τη θεωρία στην πράξη, τη μεταλογική της καθημερινότητάς του, η οποία ήταν πάντοτε επικεντρωμένη στην αναζήτηση της αιωνιότητας και άλλων ανώτερων οικουμενικών αξιών. Αυτή η στάση ζωής δείχνει την εμβρίθεια έπαρσης που τον διακατείχε, ή που φαινομενικά τον πλαισίωνε, εξαιτίας της δυσκολίας των σχεδόν ακατόρθωτων επιθυμιών του.
Κι ήταν αυτή η έπαρση, η τόσο ξενική προς τους ντόπιους, που έπαιξε κι αυτή τον ρόλο της, κατατάσσοντάς τον στη σφαίρα του μύθου, στη σφαίρα του σχεδόν μαγικού. Ο υπερτροφικός και μερικές φορές ενοχλητικός εγωκεντρισμός του έκανε τους οραματισμούς του να μην ξεπέφτουν σε «φιλοσοφία» και με τα ποιήματά του κρατούσε αδιάπτωτα μια βιολογική ορμή και μια υψηλή μέθεξη και μύηση, που ήταν, ουσιαστικά, η αναπαλλοτρίωτη προσφορά της σικελιανής ποίησης. Αυτήν τη συμπαντική αιώρηση του Σικελιανού ο Κριέλας τη βίωνε όχι μόνο έντονα, αλλά με όλο του το είναι-ένιωθε τη μεταφυσική αύρα του Άγγελου να τον κυριεύει και γινόταν μέτοχός της, γινόταν ο φορέας της πραγματοποίησης των ακατάληπτων για τον κοινό νου εντολών του».
«Όσοι, λοιπόν, είχαν την ευτυχή συγκυρία να γνωρίσουν τον Άγγελο, μιλούσαν για μια φυσιογνωμία υπερκόσμια και ασύλληπτη. Όταν, όμως, οι άνθρωποι του μόχθου τον πλησίαζαν, αυτός γινόταν ένας απλός συζητητής, ένας άνθρωπος που επιζητούσε να μάθει τα μυστικά της μελισσοκομίας ή να μάθει να ιππεύει. Συχνά, οι συζητήσεις κατέληγαν σε ανώτερα, πνευματικά θέματα, με αποτέλεσμα ο Άγγελος να γίνεται ξανά ο Υπεράνθρωπος που πίστευε σε μια σφαιρική ενότητα και καθολική σύνθεση του Παντός. Οραματιζόταν έναν καθολικό θρησκευτικό μύθο που να κλείνει μέσα του τη λατρεία της φύσης, τις αρχέγονες μητριαρχικές θρησκείες, το αρχαίο ελληνικό πνεύμα, την ορφική διδασκαλία και τη χριστιανική συμβολική. Αυτό που έβλεπαν οι άνθρωποι της Σαλαμίνας στο πρόσωπο του Άγγελου ήταν η πηγαία έμπνευση, η ρωμαλέα σύλληψη της φαντασίας».
«Η διατήρηση του μύθου του Σικελιανού κρατήθηκε αρκετά χρόνια μετά τον θάνατό του (1951) και ιδίως μετά το 1961, όταν ο Νίκος Καζαντζάκης δημοσίευσε το βιβλίο του «Αναφορά στον Γκρέκο». Εκεί, όσοι Σαλαμίνιοι διάβασαν την ενότητα «Ο φίλος μου ο ποιητής» έβρισκαν ομοιότητες και αντιστοιχίες με το μέρος εκτύλιξης του περιστατικού της προσπάθειας από την πλευρά του Άγγελου νεκρανάστασης ενός ράφτη, που απέβη τελικά ανεπιτυχής. Το μέρος αυτό φαίνεται να μοιάζει πολύ με τη Φανερωμένη και με τον γύρω χώρο της διώροφης οικίας της θάλασσας, αν και ο πραγματικός χώρος που έλαβε χώρα το γεγονός ήταν η Συκιά Ξυλοκάστρου. Η αφήγηση του Καζαντζάκη, ρεαλιστική και χωρίς καμιά μεταφυσική αγωνία, αν είναι αληθής, δείχνει τις μαγικές-εξωκοσμικές δυνάμεις του Άγγελου».
«Όλα τα παραπάνω συνετέλεσαν να διαμορφωθεί στη Σαλαμίνα μια κατασκευή μεταλογικής-ή, καλύτερα, θα λέγαμε μεταδιαλεκτικής-προσωπικότητας του Άγγελου Σικελιανού. Η υπερβολή αυτή της λυρικής και μυστικιστικής έξαρσης, που χαλάρωνε τα δεσμά της ως τότε λογοκρατικής αντίληψης για την ποίηση, δίχως να καταργεί τους λογικούς συνειρμούς, σε συνδυασμό με την «παράξενη» συμπεριφορά του στο νησί, οδήγησε στη δημιουργία ενός πλέγματος μυστηρίου και φαντασιακής παραπραγματικότητας».