3.6.23

Ιερουσαλήμ: Πανίερος Ναός της Αναστάσεως

Το πιο ιερό μνημείο της χριστιανοσύνης βρίσκεται στη χριστιανική συνοικία της Παλαιάς Πόλης της Ιερουσαλήμ, στον τόπο όπου σταυρώθηκε, ενταφιάστηκε και αναστήθηκε ο Χριστός. Είκοσι ένας αιώνες χριστιανικής ιστορίας στριμώχνονται σε ένα οικοδομικό σύμπλεγμα χωρίς αρχιτεκτονική συνοχή και αρμονία: εκκλησίες, παρεκκλήσια, προσκυνήματα, κελιά μοναχών, αποθήκες, μπαλκόνια, υπόγεια, σκάλες, βοηθητικοί χώροι, γραφεία με διάφορες χρήσεις κ.ά.

Η ανάδειξη των Παναγίων Προσκυνημάτων άρχισε το 326, με εντολή του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Την υλοποίηση ανέλαβε ο Σύριος αρχιτέκτονας Ζηνόβιος, με συνεργάτη τον πρεσβύτερο Ευστάθιο από την Κωνσταντινούπολη, υπό την επίβλεψη του τότε ηγουμένου και κατόπιν Επισκόπου Ιεροσολύμων Μακαρίου A' (314-333), ο οποίος, κατά τη διάρκεια της A' Οικουμενικής Συνόδου, στη Νίκαια της Βιθυνίας (325), είχε προτρέψει τον αυτοκράτορα να αποδοθούν τα Πανάγια Προσκυνήματα στη χριστιανική λατρεία και να αναδειχθούν με οικοδομήματα αντάξια της αγιότητάς τους.

O πρώτος ναός, γνωστός ως «Κωνσταντίνειος Βασιλική», κατασκευάστηκε από το 326 έως το 336. Ήταν ξυλόστεγη πεντάκλιτη βασιλική διακοσμημένη με λαμπρά μάρμαρα, χρυσή φατνωματική οροφή, πολύτιμούς λίθους και πολύχρωμα ψηφιδωτά. Δυτικά της υπήρχε μεγάλο αίθριο, στη νοτιοανατολική γωνία του οποίου εξείχε ο βράχος του Γολγοθά, που είχαν λαξεύσει κυβοειδή οι αρχιτέκτονες του αυτοκράτορα. Πάνω στον Γολγοθά βρίσκονταν υπαίθριος ναός με κιγκλίδωμα που ονομαζόταν Σταυρός ή Κρανίον ή Αγία Κορυφή και ένας μεγάλος σταυρός.

Ο εξέχων βράχος του Παναγίου Τάφου λαξεύτηκε σε κωνοειδές σχήμα και περιβλήθηκε με κιονοστήρικτο κιβώριο που καλυπτόταν από θόλο. Γύρω του οικοδομήθηκε περίκεντρος ναός με 34 μέτρα διάμετρο, ο οποίος, λόγω του κυκλικού σχήματός του, ονομάστηκε Ροτόντα. O Ναός της Αναστάσεως-που περιελάμβανε τον Τάφο απ' όπου αναστήθηκε ο Χριστός- είχε κωνική στέγη με οπαίον (άνοιγμα) στο μέσο της, έτσι ώστε ο Ζωοδόχος Τάφος να βρίσκεται κάτω από τον ουρανό, και συνδεόταν με τη βασιλική διαμέσου κιονοστήρικτου αιθρίου. O ναός προγραμματίστηκε από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, ο οποίος όμως πέθανε πριν προλάβει να τον δει ολοκληρωμένο, οπότε αποπερατώθηκε από το γιο και διάδοχό του, Κωνστάντιο B' (317-360).

Οι Έλληνες ήταν πάντα οι ακοίμητοι φρουροί του Πανίερου Ναού της Αναστάσεως και των Παναγίων Προσκυνημάτων. H αρχαιολογική σκαπάνη επιβεβαίωσε την ιερή παράδοση όσον αφορά τον Γολγοθά και τον Πανάγιο Τάφο. Άλλα προσκυνήματα καθορίστηκαν με βάση την ευαγγελική διήγηση, άλλα έχουν συμβολικό και θεολογικό χαρακτήρα, άλλα αφιερώθηκαν σε πρόσωπα που συνδέθηκαν με το Θείο Πάθος και κάποια καθορίστηκαν μετά από περιπέτειες και πολιτικές ενέργειες. Ορθόδοξοι Έλλnνες, Λατίνοι, Αρμένιοι, Κόπτες, Σύριοι και Αβησσυνοί έχουν μέσα στο χώρο τον ναού τα δικά τους προσκυνήματα. Υπάρχουν και τα κοινά, στα οποία όλοι έχουν δικαίωμα.

Και το τελευταίο καρφί πάνω στον τοίχο των πανίερων μνημείων αποτελεί πολύτιμο και αναφαίρετο δικαίωμα για κάθε δόγμα. Παντού υμνούν, ψιθυρίζουν, ψαλμωδούν. Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα, οι 'Ελληνες μοναχοί συνεχίζουν την παλιά παρακαταθήκη του έθνους: τη φρούρηση των τόπων τον Θείου Δράματος. Ο Βυζαντινός σπαθάριος έκρυψε απλώς τη σπάθα του κάτω από το μαύρο ράσο. H φωνή του αντηχεί ελληνική κάτω από τους τρούλους του αρχαίου ναού της Χριστιανοσύνης.