Οι απαρχές της μοναστικής ζωής στο βράχο τοποθετούνται στο 14ο αιώνα και η ονομασία της μονής οφείλεται πιθανότατα σε παλαιότερο κτήτορά της. Στη φάση αυτή ανήκει το μικρό παρεκκλήσι του Αγίου Αντωνίου, στους τοίχους του οποίου διατηρούνται θραύσματα τοιχογραφιών.
Το μοναστήρι ανακαινίστηκε ριζικά την πρώτη δεκαετία του 16ου αιώνα, όταν ο Μητροπολίτης Λαρίσης Άγιος Διονύσιος ο Ελεήμων και ο έξαρχος Σταγών, ιερομόναχος Νικάνωρ, που είναι οι κτήτορες της μονής, ανέγειραν το σημερινό Καθολικό, ένα μικρό, μονόχωρο, σχεδόν τετράγωνο χώρο του οποίου προηγείται ένας αρκετά ευρύχωρος σε σύγκριση με το ναό εσωνάρθηκας (λιτή).
Οι τοιχογραφίες που κοσμούν το Καθολικό θεωρούνται από τα πιο σημαντικά σύνολα της μεταβυζαντινής ζωγραφικής, καθώς είναι το πιο παλιό γνωστό υπογεγραμμένο έργο του Θεοφάνη Στρελίτζα, που τον αγιογράφησε το 1527.
Λόγω των πολλών σκηνών που συνθέτουν το εικονογραφικό πρόγραμμα του Καθολικού, του οποίου οι επιφάνειες για τοιχογράφηση ήταν περιορισμένες, πολλές από αυτές τις σκηνές έχουν το μέγεθος φορητής εικόνας, στις οποίες ο Θεοφάνης κατάφερε να εισαγάγει την εξελιγμένη τεχνική και τεχνοτροπία που χαρακτηρίζει την καλλιτεχνική παραγωγή φορητών εικόνων της Κρητικής Σχολής.
Εκτός από το παρεκκλήσι του Αγίου Αντωνίου, στη μονή βρίσκεται και το ανακαινισμένο από το 1971 παρεκκλήσι του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου.