Είναι τέτοια η ποικιλομορφία των ελληνικών παραλιών, τέτοια η συναρπαστική εναλλαγή τους, που ό,τι έχει γραφτεί και ειπωθεί για αυτές δικαιολογείται. Αυτό που δεν δικαιολογείται είναι η εμμονή-που αποβαίνει ψυχαναγκασμός για πολλούς-να αποθεώνoνται και να ανεβαίνουν στην κορυφή του ψηφιακού κόσμου παραλίες που είναι συναρπαστικές μόνο στις φωτογραφίες. Αυτή η καρτποσταλική λογική που έχει επικρατήσει στο ταξιδιωτικό σύμπαν και πριμοδοτεί την εικόνα από την ουσία με τέτοια επιφανειακότητα που θυμίζει λουόμενη που κολυμπάει χωρίς να βρέχει τα μαλλιά της ή κολυμβητή που κάνει βουτιές με κλειστά τα μάτια.
Η επικράτηση της εικόνας σε όλη τη μοντέρνα κουλτούρα είναι δεδομένη, αλλά στο απόλυτο debate του ελληνικού καλοκαιριού, η εικόνα αυτή θα μπορούσε να είναι διαφορετική. Να έχει λίγο περισσότερο βάθος πεδίου και να απεικονίζει έστω και νοητά την αίσθηση που μεταδίδει η παραλία. Το πώς μας κάνει να νιώθουμε όταν την περπατάμε και όταν χαιρόμαστε τα νερά της. Μια από αυτές είναι και η παραλία. Η πρώτη παραλία, πολύ κοντά στον όρμο της Σούδας του νομού Ρεθύμνου, είναι ο Κόκκινος Βόλακας.
.
Ο Κόκκινος Βόλακας, ονομάστηκε έτσι από ένα κόκκινο βράχο που ξεχωρίζει στα ανατολικά της παραλίας. Πίσω από αυτόν το βράχο μάλιστα, υπάρχει κι άλλη μια μικρή παραλία, που καταλήγει σε μια σπηλιά. Επιπλέον, δίπλα από την παραλία του Κόκκινου Βόλακα, υπάρχει και μια μικρή συστάδα φοινικόδεντρων του Θεόφραστου.