Φτιάχνεται από σιτάρι, γάλα ή γιαούρτι (ή και τα δύο), νερό και αλάτι. Ανάλογα με την περιοχή, μπορεί να χρησιμοποιηθούν και πρόσθετα υλικά, όπως αβγά. H παραδοσιακή διαδικασία περιλαμβάνει κατ' αρχάς το μούλιασμα του σιταριού ή του αλευριού σε νερό και γάλα που κατόπιν ζυμώνεται και αφήνεται να στεγνώσει. Στη συνέχεια, η ζύμη τρίβεται σε μικρά κομμάτια ή ψίχουλα και ξεραίνεται στον ήλιο ή σε σκιερό χώρο. Στις ελληνικές αγροτικές κοινότητες, η ξήρανση των ζυμαρικών επέτρεπε την αποθήκευση της τροφής για το χειμώνα και ο τραχανάς ήταν-και εξακολουθεί να είναι-το πιο διαδεδομένο παραδοσιακό ζυμαρικό.
Σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας και της ευρύτερης Μεσογείου, εμφανίζεται με πολλές παραλλαγές. Ο μαλακός τραχανάς παρασκευάζεται με γάλα, έχει πιο κρεμώδη υφή και είναι ιδανικός για σούπες. Ο σκληρός φτιάχνεται μόνο με νερό και είναι πιο σφιχτός. Σε κάποια μέρη της Θεσσαλίας η βασική συνταγή περιλαμβάνει και αβγά, ενώ στη Θράκη συχνά προσθέτουν λαχανικά ή μπαχαρικά. Αν ακολουθήσουμε τη γλωσσική διαδρομή που φθάνει στη σημερινή ονομασία «τραχανάς», θα βρούμε τη λέξη «τραχάνα», πού πιθανότατα προέρχεται από το ελληνικό ρήμα «τραχύνω», δηλαδή σκληραίνω ή ωριμάζω.
Αυτή η συσχέτιση παραπέμπει ευθέως στην επεξεργασία του σιταριού ή του αλευριού που περιλαμβάνει το στέγνωμα και τη σκλήρυνσή του για την παραγωγή του ζυμαρικού. Εικάζεται ότι από εκεί προέρχεται και η τουρκική λέξη «tarhana» η οποία έχει παρόμοια σημασία και αναφέρεται σε ένα ζυμαρικό που φτιάχνεται με γάλα, γιαούρτι και σιτάρι. Δεν είναι τυχαίο ότι ο τραχανάς είναι ιδιαίτερα δημοφιλής αφού η ευελιξία του στην κουζίνα λύνει τα χέρια όποιου θα τον βάλει στην κατσαρόλα του. Οι παρασκευές του πολλές: με ζωμό κοτόπουλο, με κρέας και κόκκινη σάλτσα, χυλωμένος με λαχανικά, με τυρί ή γιαούρτι, στο φούρνο με διάφορα υλικά κ.ά.
Ο κατάλογος μπορεί να είναι μακρύς, ενώ τα τελευταία χρόνια έχει γνωρίσει πλήρη επαναφορά και στη σύγχρονη κουζίνα συμμετέχοντας σε καινούριες συνταγές. Σε κάθε περίπτωση, είναι ο ιδανικός φίλος στο τραπέζι, πάντα έτοιμος να προσφέρει κρεμώδη απόλαυση.
Κείμενο
ΝΙΚΗ ΜΗΤΑΡΕΑ